Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ Νο 3

ΛΗΜΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»


14 Μαΐου 2008 Ώρα 20.00







ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΤΣΙΚΙΩΤΩΝ ΛΗΜΝΟΥ









Εισαγωγική ομιλία Σταύρου Τραγάρα

Αγαπητοί φίλοι
Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου σας καλωσορίζω στη σημερινή μας εκδήλωση «Λήμνος και μετανάστευση».
Καλωσορίζω τους Ατσικιώτες και τους Λημνιούς γενικά, αλλά και τους φίλους της Λήμνου, που δεν κατάγονται από το νησί.
Ευχαριστούμε θερμά όσους εργάστηκαν για την επιτυχία της βραδιάς αυτής. Και πρώτα - πρώτα τον Θόδωρο Μπελίτσο, συγγραφέα πλήθους βιβλίων και άρθρων που αφορούν τη Λήμνο. Τον Αντώνη Καραγιάννη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Λημνιακών Συλλόγων. Το συγχωριανό μας Γιώργο Τσιμουρή, επίκουρο καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τη συγχωριανή μας καθηγήτρια φιλόλογο Μαρία Βαγιάκου. Τους γιατρούς πνευμονολόγους Εύη Πέππα και Νίκο Χείλαρη, που θα μας απαγγείλουν ποιήματα και θα διαβάσουν κείμενα. Τα μέλη του Δοιηκητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Ατσικιωτών Δημήτρη Τσουβελεκάκη, Γιώργο Κυράνη, Ελένη Μισετζή, που θα μας διαβάσουν κείμενα. Επίσης όλα τα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου, δηλαδή το αντιπρόεδρο Βασίλη Λούγκλο, και τα μέλη Κώστα Γιαννέρη, Νίκο Βλαχόπουλο και Μπάμπη Τσουβελεκάκη, για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Μας τιμούν με την παρουσία του και θέλω να τους ευχαριστήσω γι’ αυτό, ο βουλευτής και πρώην υπουργός κ. Νίκος Σηφουνάκης και ο πρόεδρος της ΟΛΣΥ κ. Παναγιώτης Κορδεράς. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους εκλεκτούς φίλους του Συλλόγου και τους καλεσμένους τους στη σημερινή εκδήλωση, καθώς και τα μέλη των Λημνιακών Συλλόγων των Αθηνών. Επίσης ευχαριστώ τον Πρόεδρο του «Συλλόγου φίλων του Καζαντζίδη, Αθηνών – Πειραιώς», κ. Παναγιώτη Λαντούρη.
Τώρα, για τη σημερινή μας εκδήλωση. Οι Λημνιοί πάντοτε μετανάστευαν. Όχι γιατί δεν αγαπούσαν την πατρίδα τους. Το αντίθετο μάλιστα. Ίσως γιατί δεν τους αγαπούσε η ίδια τους η πατρίδα. Μετανάστευαν από τόσο παλιά, όσο παλιός είναι ο κόσμος. Από τις μυθολογικές ήδη αναφορές γνωρίζουμε ότι είναι γεννημένοι με το στίγμα, την κατάρα της μετανάστευσης μέσα στο αίμα τους. Τους ωθούσε η δύσκολη ζωή τους, η φτώχεια. Τους ωθούσε η σφοδρή τους επιθυμία να αλλάξουν προς το καλύτερο μια ζωή μίζερη και ταλαιπωρημένη, που τους επιφύλασσε η ίδια τους η πατρίδα. Η μετανάστευση σε μερικές περιόδους, όπως τις αρχές του εικοστού αιώνα αλλά κυρίως τα χρόνια από το 1950 έως το 1970 πήρε χαρακτήρα μαζικό. Δεν υπάρχει οικογένεια στη Λήμνο που να μην έχει ένα μετανάστη κοντινό ή μακρινό συγγενή, είτε στο εξωτερικό, είτε στο εσωτερικό.
Η ιστορία του κάθε μετανάστη είναι από μόνη της μια Οδύσσεια. Μπορεί να γίνει ένα συναρπαστικό βιβλίο.
Οι Λημνιοί μετανάστες, γερά παιδιά, εργατικοί και φιλοπρόοδοι κατάφεραν να φτιάξουν τη ζωή τους, έκαναν καλές οικογένειες, πρόκοψαν οικονομικά, έχτισαν ένα καλό όνομα, αφού πέρασαν από τα 40 κύματα κι αφού συνάντησαν ανυπέρβλητες δυσκολίες και κατατρεγμούς. Μπορούμε να πούμε ότι οι μετανάστες είναι ήρωες της ζωής, παρόλο που η ζωή τους, ιδίως τα πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου ούτε ηρωική, ούτε ένδοξη.
Η σημερινή μας εκδήλωση είναι μια εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους ανθρώπους της ξενιτιάς. Είναι μια εκδήλωση αγάπης, γι’ αυτούς, που από τα τρυφερά τους χρόνια, πολύ λίγοι τους έδωσαν αγάπη.
Είναι γι’ αυτούς που στοιβάχτηκαν στα καταστρώματα των υπερωκεανείων, κατά χιλιάδες, όλο νέα παιδιά, με την οδύνη του αποχωρισμού στα μάτια και με ένα φτερούγισμα ελπίδας στην καρδιά.
Γι’ αυτούς που έζησαν τις σπαρακτικές στιγμές του αποχαιρετισμού στις πλατείες των χωριών, όταν ομαδικά έφευγαν για Αμερική και Αυστραλία. Γι’ αυτούς που έζησαν το απόλυτο κενό ενός σιδηροδρομικού σταθμού της Γερμανίας, όταν πρωτοέφτασαν με τα μπογαλάκια τους. Γι’ αυτούς που είδαν τελευταία φορά τους γονιούς τους νέους και τους ξανάδαν μετά από χρόνια γέρους, ή δεν τους ξανάδαν ποτέ. Και για τους γονιούς που είδαν τα σπλάχνα τους να φεύγουν νέα παιδιά και τα ξανάδαν μεσόκοπους ή δεν τα ξανάδαν κι αυτοί ποτέ.
Γι’ αυτούς που κατέστρεψαν την υγεία τους στα λατομεία και στις τραινογραμμές της Αμερικής. Γι’ αυτούς που κατέστρεψαν τα πνευμόνια τους στα ορυχεία του Βελγίου. Σε όσους αναλώθηκαν στη ενδοχώρα και την έρημο της Αυστραλίας και στις πάμπες της Αργεντινής. Σ’ αυτούς που έχασαν το νου τους στις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων της Γερμανίας. Στους συμπατριώτες μας που από τη νύχτα ως τη νύχτα, χωρίς να δουν ήλιο, έπλεναν δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια πιάτα στα ανθυγιεινά υπόγεια των εστιατορίων της Αμερικής και του Καναδά.
Η σημερινή μας εκδήλωση αφιερώνεται σε όσους το Ελντοράντο της νέας πατρίδας αποδείχτηκε ο χειρότερος εφιάλτης. Αφιερώνεται σε όλους τους μετανάστες, που το τίμημα της όποιας καλύτερης οικονομικής κατάστασής τους, αποδείχθηκε πολύ ακριβό για την ίδια τους τη ψυχή. Στα νέα ανέμελα παιδιά που γρήγορα έχασαν την αθωότητά τους στο αφιλόξενο περιβάλλον της ξενιτιάς. Αφιερώνεται σε όσους έζησαν σε παραπήγματα και παράγκες φτιάχνοντας φράγματα, ή δουλεύοντας σε λατομεία και γραμμές τραίνων. Σε όσους έζησαν σε υποβαθμισμένα και μικρά δωματιάκια, δυο δυο και τρεις τρεις, ή όσους φιλοξενήθηκαν επί πληρωμή σε σπίτια τρώγλες συγχωριανών ή και συγγενών ακόμα. Σε όσους ταλαιπωρήθηκαν μέχρι να τους αφήσουν να μεταναστεύσουν, εξευτελίζοντάς τους είτε με δηλώσεις μετανοίας, είτε με ανύπαρκτους ιατρικούς ή άλλους λόγους. Σ’ αυτούς που ταλαιπώρησαν οι ιατρικές επιτροπές, σ’ αυτούς που τους άνοιξαν το στόμα μετρώντας τα δόντια τους σαν να ήταν υποζύγια. Στους συμπατριώτες που φτάνοντας στην Αμερική, τους πέρασαν απ’ το νησί Έλλις, τους έβαλαν στη σειρά και τους κρέμασαν την ταμπέλα με το όνομά τους στο λαιμό και μετά τους άφησαν στις αποβάθρες της Νέας Υόρκης μόνους τους. Σε όσους τα παλιά χρόνια, είδαν στις τζαμαρίες των μαγαζιών την ταμπέλα «Απαγορεύονται οι σκύλοι και οι Έλληνες».
Αφιερώνεται σε όσους ένιωσαν τον άγριο ρατσισμό στο πρόσωπό τους είτε με διώξιμο από τις δουλειές, είτε με βρισιές, όπως μαυροκέφαλοι, μπάσταρδοι Έλληνες, βρωμιάρηδες Έλληνες, κλέφτες, κλπ, είτε με άγρια εκμετάλευση, είτε το πιο ελαφρό, με ειρωνεία και χλευασμό. Αφιερώνεται στα παιδιά των μεταναστών που αντιμετώπισαν ανάλογο ρατσισμό από τα παιδιά των ντόπιων. Αφιερώνεται στα παιδιά των μεταναστών που έχασαν την ελληνική γλώσσα, ή άλλαξαν τα ονόματά τους προς το αμερικανικότερο για πιο εύκολη αποδοχή. Αφιερώνεται σε όσους αναγκάστηκαν από τα πράγματα να γίνουν υπήκοοι και πολίτες της νέας πατρίδας, απεμπολώντας την Ελληνική ιθαγένεια.
Η σημερινή μας εκδήλωση γίνεται επίσης προς τιμήν των νέων κοριτσιών, που αρραβωνιάζονταν ανθρώπους που τους είχαν δει μόνο στη φωτογραφία, μόνο και μόνο για να τους κάνει ο μέλλων σύζυγος πρόσκληση και να φύγουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια. Ή των κοριτσιών που τα έδιναν σε σπίτια υποτιθέμενων πλουσίων της Αθήνας υπηρέτριες, πέστε καλύτερα σκλάβες, για ένα κομμάτι ψωμί.
Για τα Λημνιά παλληκαράκια που αμούστακα ακόμα μπάρκαραν με τα καράβια και πολλά από αυτά είτε πνίγηκαν σαν τα σκυλιά σε τρομακτικά ναυάγια, είτε κομματιάστηκαν από εκρήξεις, είτε κάηκαν σαν λαμπάδες σε συγκρούσεις δεξαμενόπλοιων, βυθίζοντας στο πένθος και την απόγνωση τις οικογένειές τους.
Για τους μετανάστες που σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι σε κάθε λογής εργατικά ατυχήματα.
Για τα παιδιά της Λήμνου, που από τρυφερή ηλικία τους έστερναν οι γονιοί τους στο «στοίχισμα», τσοπανόπουλα, σκλαβάκια ανελευθέρωτα ολοχρονίς, με αμοιβή ένα ξεροκόμματο και ένα αρνί το χρόνο, έχοντας μόνο ένα ρεπό το χρόνο, μόνο τη μέρα της Παναγιάς, στις 15 Αυγούστου.
Για τα παλιά γυμνασιόπαιδα του Γυμνασίου Λήμνου, που έμεναν δυο δυο σε μια καμαρούλα, χωρίς θέρμανση, με εξοπλισμό, ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα, ένα ντιβάνι και ένα φανάρι, τα θυμάστε τα παλιά φανάρια, για να φυλάγουν το φτωχικό φαγητό που τους ετοίμαζε η μάνα τους κάθε βράδυ και τους το έστελνε με το καλάθι κάθε πρωί, με το λεωφορείο. Για τους φοιτητές εσωτερικού και εξωτερικού, που σπούδαζαν με μόνιμο συνοδό την ανέχεια και την πείνα. Για τους Λημνιούς εργάτες της Μακεδονίας και του Αγίου Όρους. Για τους Λημνιούς εργάτες των εργοστασίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Η σημερινή μας εκδήλωση αφιερώνεται σε όσους μετανάστες είχαν καλή τύχη, πρόκοψαν και αναδείχτηκαν. Αλλά και σε όσους δεν άντεξαν και λύγισαν, όταν το φοβερό φορτίο τους και η ατυχία, έγιναν αιτία να λοξοδρομήσουν, να πέσουν στα χαρτιά, τον αλκοολισμό, τις ουσίες, το έγκλημα. Αφιερώνεται σε όλους τους Λημνιούς μετανάστες. Αφιερώνεται σε όλους τους Έλληνες μετανάστες. Αφιερώνεται σε όλους τους μετανάστες του κόσμου. Γιατί οι μετανάστες είτε είναι κομμάτι δικό μας, είτε είμαστε εμείς οι ίδιοι.


Στο κατάστρωμα του πλοίου



Αποβίβαση στο νησί "Έλλις" της Αμερικής.



Απολύμανση του πλοίου μετά την έξοδο των μεταναστών.



Νησί "Έλλις". Η κύρια αίθουσα.



Καταγραφή μεταναστών στο νησί "Έλλις".



Εξονυχιστική ιατρική εξέταση μεταναστών στο νησί «Έλλις» της Αμερικής




Η Λημνιακή διασπορά πριν την απελευθέρωση

Θεόδωρος Μπελίτσος



Οι ναυτικοί και οι μετανάστες κατά το 19ο αιώνα
Ένα συναρπαστικό κομμάτι της λημνιακής ιστορίας είναι η διερεύνηση της μετανάστευσης. Ο Λημνιός μετανάστης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, αφού παρά το ότι εγκατέλειπε το νησί και πήγαινε στην άλλη άκρη του κόσμου, δεν ξέκοβε από αυτό. Συνέχιζε να ενδιαφέρεται για τα εκεί τεκταινόμενα, δημιουργούσε παρέες και συγγενικούς δεσμούς με Λημνιούς, ζητούσε να μάθει νέα της Λήμνου από τις τοπικές εφημερίδες στις οποίες συχνά έστελνε επιστολές, συμμετείχε με προθυμία στις εκκλήσεις της πατρίδας, δημιουργούσε συλλόγους και αδελφότητες με χαρακτήρα όχι μόνο αλληλοβοηθητικό, αλλά με σκοπό να ενισχύει τις προσπάθειες ανάπτυξης του τόπου του. Και φυσικά όταν «καζάντιζε», επέστρεφε στο νησί έχτιζε ένα αρχοντικό σπίτι, στο οποίο ερχόταν συχνά για παραθερισμό. Τα σπίτια αυτά, πολλά από τα οποία σώζονται και αποτελούν πλέον αξιοθέατα του νησιού, αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο των απογόνων των πρωτοπόρων μεταναστών, με την πατρίδα των γονιών τους. Έτσι, παρατηρούμε το αξιοσημείωτο και ίσως μοναδικό φαινόμενο το καλοκαίρι να έρχονται στο νησί μετανάστες 3ης και 4ης γενιάς και να μένουν στα προγονικά σπίτια τους.
Οι Λημνιοί ξεκινούν να μεταναστεύουν από πολύ παλιά. Σώζεται εμπορική αλληλογραφία Λημνίων εμπόρων με αντίστοιχους ιταλικών πόλεων από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (1763-83). Από τα τέλη του 18ου αιώνα υπάρχει ρεύμα Λημνίων μεταναστών προς τη Μικρασία, προς τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου: Οδησσό, Γαλάτσι, Βράιλα, Τανγκαρόγκ και προς τις ιταλικές πόλεις: Βενετία, Τεργέστη και Λιβόρνο. Μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και γύρω στα 1828-30, αρχίζει μια μεταναστευτική ροή προς τα ελεύθερα ελληνικά λιμάνια, κυρίως στη Σύρο, όπου έχουμε έντονη λημνιακή παρουσία, στις Σπέτσες και την Αθήνα. Παράλληλα αναπτύσσεται λημνιακός εμπορικός στόλος τόσο με ελληνική σημαία, όσο και με τη ρωσική ή την οθωμανική. Το 1813, αναφέρονται 15 πλοία λημνιακής πλοιοκτησίας αλλά το 1870 έχουν ξεπεράσει τα 300.
Η ανάγκη δημιουργίας εμπορικών αντιπροσώπων για τη διευκόλυνση των συναλλαγών των Λημνιών εμπόρων και πλοιοκτητών τους οδηγεί στα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου (Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Πειραιάς, Μασσαλία), της Ερυθράς θάλασσας (Τζέντα, Μασάβα, Σουάκημ) και αργότερα του Ατλαντικού (Λονδίνο, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ). Εκείνη την εποχή αναπτύσσονται από Λημνιούς σπουδαίοι εμπορικοί, ασφαλιστικοί, τραπεζικοί και ναυτιλιακοί οίκοι. Αν και δεν έχουν γίνει πολλές έρευνες είναι γνωστοί κάποιοι επιφανείς Λήμνιοι του 19ου αιώνα:
α) Ο Αντώνιος Δημητρίου υπήρξε μεγαλομέτοχος σε ασφαλιστικές εταιρείες στην Τεργέστη, την περίοδο 1820-40. Το μέγαρό του αποτελεί σήμερα αξιοθέατο αυτής της πόλης ενώ στο ελληνικό νεκροταφείο σώζεται ο μαρμάρινος οικογενειακός τάφος. Το 1842-43 ο Αντώνιος Δημητρίου έχτισε μια διώροφη κατοικία στην Αθήνα, όπως συνήθιζαν οι προύχοντες της εποχής. Ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο με αναγεννησιακά στοιχεία στην πλατεία Συντάγματος σε σχέδιο του Θεόφιλου Χάνσεν και ήταν το πρώτο που κτιζόταν σε αυτό το στυλ στην πλατεία. Άρεσε τόσο πολύ στον Όθωνα, ώστε διέταξε όλα τα κτίρια γύρω από την πλατεία να κτιστούν στον ίδιο ρυθμό. Ο ίδιος ο Δημητρίου δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει. Στο μέγαρο Δημητρίου, όπως ονομαζόταν, νοικιάστηκε σε κάποια Γαλλική Σχολή και αργότερα, γύρω στο 1870, τα παιδιά του το πούλησαν σε ξενοδοχειακή επιχείρηση. Έτσι μετατράπηκε σε ξενοδοχείο. Πρόκειται για τους δύο ορόφους του σημερινού ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας», στο οποίο μεταγενέστερα προστέθηκαν και άλλοι όροφοι.
β) Ο Ιωάννης Αντωνιάδης (1818-1895) από τον Κορνό, περισσότερο γνωστός ως σερ-Τζων, πλούσιος τραπεζίτης και μεγαλέμπορος, από τους ιδρυτές της Τράπεζας Αλεξανδρείας το 1872 με εταιρείες στη Σμύρνη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Ο Αντωνιάδης συντηρούσε με δικά του έξοδα το σχολαρχείο της Λήμνου, το οποίο ονομαζόταν «Αντωνιάδειος Σχολή». Ξεχωριστή έμεινε η γενναία χορηγία του, με την οποία πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρρηγόπουλου. Συνεχιστής υπήρξε ο γιος του Αντώνιος. Το σπίτι του στη Μύρινα το δώρισε για να στεγάσει το μητροπολιτικό μέγαρο του νησιού. Επίσης το μεγαλύτερο πάρκο της Αλεξάνδρειας, που περιέβαλε την έπαυλή του, το δώρισε στο αιγυπτιακό δημόσιο και σήμερα αποτελεί αξιοθέατο της πόλης γνωστό ως «Κήπος του Αντωνιάδη». Η έπαυλή του στεγάζει το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών.
γ) Ο Ιωάννης Δημητρίου (1826-;) από το Πεσπέραγο (Πεδινό), βιομήχανος και έμπορος βαμβακιού στην Αίγυπτο. Μαζί με τον Αντωνιάδη συντηρούσαν για πολλά χρόνια τα σχολεία του νησιού. Το όνομά του υπάρχει στην εκκλησία του χωριού του, την οποία έχτισε το 1862. Μεταξύ άλλων ήταν συλλέκτης αρχαιοτήτων. Το 1880 δώρισε τις αιγυπτιακές αρχαιότητες της συλλογής του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας πριν ακόμα ανεγερθεί το κτίριο του μουσείου. Η δωρεά αυτή αποτέλεσε τη βάση της αιγυπτιακής συλλογής του μουσείου. Κατά σύμπτωση σήμερα εγκαινιάστηκε η έκθεση της αιγυπτιακής συλλογής του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών. Όσοι την επισκεφθείτε, αξίζει να γνωρίζετε ότι η συλλογή αυτή δημιουργήθηκε από τις δωρεές δύο αιγυπτιωτών. Ο ένας ήταν ο Ιωάννης Δημητρίου. Επίσης, ο Δημητρίου είχε μια πλούσια συλλογή 10.000 αρχαίων νομισμάτων, τα οποία παρέδωσε στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών το 1892. Για τη φύλαξη των νομισμάτων κατασκεύασε δύο πολυτελείς δρύινες νομισματοθήκες που φυλάσσονται στο Μουσείο. Εκεί υπάρχει και η προτομή του.
δ) Ο Δούκας Παλαιολόγου (1790 - 1870), με εφοπλιστικό οίκο στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ, υπήρξε ιδρυτής και χρηματοδότης της «Παλαιολογικής Σχολής Σαρπίου» (σημ. Καλλιθέας) για δεκαετίες.
ε) Ο Στυλιανός Χριστοδουλίδης, βαμβακέμπορος με βιομηχανία στο Μάντσεστερ. Το σπίτι του στο Ρωμαίικο, κτίσμα του 1868, είναι σήμερα έδρα της στρατιωτικής διοίκησης.
Αναφέρονται οι Λημνιοί μεγαλοπλοιοκτήτες: Δημητρίου με 90 ιστιοφόρα που το 1880 διέλυσε την ναυτιλιακή εταιρία του, Παπαγιάννης με 60 ιστιοφόρα που προσαρμόστηκε στην εποχή του ατμού και η ναυτιλιακή εταιρία του επιβιώνει ως σήμερα στο Λονδίνο, Ντανάς Γαροφάλλου με 16 ιστιοφόρα, Νικόλας Χατζημαυρουδής (12 πλοία), Χατζηκαλογιάννης (12), Καραγκιαούρης (8), Μάκρας (6), Καρακατσάνης (5 ιστιοφόρα, τα οποία πούλησε και αγόρασε ατμόπλοιο το 1860), Κατακουζηνός Μπάρκας (4), Λασκαρίδης (4), Τελπίζης (4), αδελφοί Στράφτη (2), Ψαρώφ (1800-63), Δανέζης κ.ά.

Αίγυπτος
Από τους Λημνιούς μετανάστες σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του νησιού έπαιξαν οι Λημνιοί της Αιγύπτου. Μεγάλη είναι η συνεισφορά τους στην εκπαίδευση, στην ανοικοδόμηση εντυπωσιακών ιερών ναών και γενικά στην κοινωνία της Λήμνου. Εύποροι οι περισσότεροι, αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την αριστοκρατία του νησιού. Έχτιζαν εντυπωσιακές κατοικίες, ασκούσαν επιρροή στα κοινοτικά πράγματα, έφερναν νεωτερισμούς και γενικά αποτελούσαν ζηλευτό πρότυπο για τους ντόπιους.
Βέβαια τα πρώτα χρόνια ήταν συνήθως δύσκολα. Οι περισσότεροι έφταναν στην Αίγυπτο στα 15-16 χρόνια τους ως «υπηρέτες» σε μαγαζιά συγγενών ή συμπατριωτών τους και σιγά-σιγά κατάφερναν κάποια στιγμή να ξεκινήσουν κάτι δικό τους, συνήθως εμπορικό ή αρτοποιείο, το οποίο με την ευφυΐα τους συχνά εξελισσόταν σε εμπορικό οίκο ή αντιπροσωπεία είτε σε εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής ή ποτών. Τα κορίτσια πήγαιναν ως υπηρέτριες σε πλούσιες θείες τους από μικρή ηλικία σκοπεύοντας στη δημιουργία προίκας και σε ένα καλό γάμο. Συχνά η μεταφορά κοριτσιών γινόταν ομαδικά από Λημνιούς ταχυδρόμους, τους λεγόμενους «αμανετζήδες», υπό συνθήκες τριτοκοσμικές θα λέγαμε σήμερα. Φανταστείτε την εικόνα στο λιμάνι του Μούδρου ή της Μύρινας δεκάδων κοριτσιών με τα δισάκια ή τους ντορβάδες τους να περιμένουν το πλοίο για να ταξιδέψουν. Αναφέρεται ότι οι αμανετζήδες εισέπρατταν 8 λίρες για κάθε κορίτσι που μετέφεραν, υποσχόμενοι να το τοποθετήσουν ως υπηρεσία σε κάποιο πλουσιόσπιτο.
Λημνιοί αναφέρονται στην Αίγυπτο ήδη πριν από το 1800. Όμως, η εκτεταμένη εγκατάστασή τους εκεί άρχισε μετά το 1830. Εκτός από τον Αντωνιάδη και το Δημητρίου που προαναφέρθηκαν, από τους αιγυπτιώτες Λημνιούς ξεχώρισαν:
Ο Ιωάννης Αθανασίου ή Τζιοβάνι ντ’ Αθανάση (1798-1854), αρχαιοδίφης και έμπορος αρχαιοτήτων. Ήρθε στο Κάιρο το 1809, όπου ζούσε ο πατέρας του που ήταν έμπορος. Μπήκε στην υπηρεσία Άγγλων αξιωματούχων και μαζί τους έκανε ανασκαφές στην Αίγυπτο για δέκα χρόνια περίπου ως το 1827. Συμμετείχε σε σημαντικές ανασκαφές: στο ναό του Άμμωνα στο Καρνάκ, στο ναό του Ραμσή ΙΙ στο Αμπού Σιμπέλ, στις πυραμίδες του Χεφρήνου και του Μικερίνου κ.ά. Συνεργαζόταν με το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο του Λούβρου, στα οποία προωθούσε τις αρχαιότητες που ανακάλυπτε. Επίσης, συνεργαζόταν με τον γνωστό μέχρι σήμερα οίκο δημοπρασιών Σόθμπις, μέσω του οποίου πούλησε σε συλλέκτες μια μεγάλη συλλογή από σφίγγες, παπύρους και αγάλματα το 1836-37. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως το 1836 εξέδωσε στο Λονδίνο ένα βιβλίο με τίτλο: «Μια σύντομη καταγραφή των ερευνών και ανακαλύψεων στην Άνω Αίγυπτο» (A Brief Account of the Researches and Discoveries in Upper Egypt), στο οποίο περιγράφει τις ανασκαφές που συμμετείχε. Θεωρείται το πρώτο βιβλίο Λημνιού συγγραφέα της νεώτερης εποχής.
Βοηθός του Αθανασίου υπήρξε ο Γεώργιος Τριαντάφυλλος (;-1852), οποίος επιστατούσε τις έρευνες κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Ήταν κι αυτός έμπορος αρχαιοτήτων και ζούσε μαζί του στο ίδιο σπίτι. Εκεί τον βρήκε ο Γουστάβος Φλομπέρ το 1850 να ζει ολομόναχος σε ένα σπίτι γεμάτο μούμιες. Φορούσε άσπρο σαρίκι και πουκαμίσα σαν τους Νούβιους.
Ο Θεοφάνης Μοσχούδης, έμπορος, κάτοικος Καΐρου, δώρισε 18.000 λίρες στα σχολεία της Λήμνου το 1861, από τους τόκους των οποίων χρηματοδοτούνταν επί 20 χρόνια.
Ο Ιωάννης Παντελίδης και ο γιος του Οδυσσεύς από τον Κορνό είχαν καπνοβιομηχανία και αργότερα σαπωνοποιείο. Είναι γνωστοί από τις δωρεές τους στα Παντελίδεια εκπαιδευτήρια Κορνού (1898) και Κάστρου (1905).
Ο Παντελής Φαμηλιάδης από τις Σαρδές πήγε στην Αίγυπτο σε ηλικία 15 ετών, ταξιδεύοντας ως άμισθος μούτσος σε ένα πλοίο για να πληρώσει τα ναύλα του. Πλούτισε από το εμπόριο. Το 1912 κληροδότησε μεγάλα ποσά στη Λήμνο, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου το 1926 ιδρύθηκε η Φαμηλιάδειος Δημοτική Σχολή Αλεξανδρείας και Σαρδών.
Ο Νικόλαος Ντάλλης από το Βάρος ήταν ο κύριος χρηματοδότης της Αστικής Σχολής.
Επίσης, από διάφορες δωρεές στα χωριά τους είναι γνωστοί οι εξής αιγυπτιώτες: ο Δημητριάδης και ο Ευαγγελίδης από το Κοντοπούλι, ο Σαράντης κι ο Σαραγλής από τον Κορνό, ο Κοκκιναράς από τη Φισίνη, οι αδερφοί Παπαϊωάννου από το Ρωμανού, οι αδερφοί Στράφτη από τον Κάσπακα, ο Ψαρώφ από τη Μύρινα, ο Χριστοδούλου από το Πορτιανού, ο Παρισίδης από το Πλατύ, ο Γαροφάλλου από το Θάνος και άλλοι πολλοί. Υπολογίζεται ότι το 1905 ζούσαν στην Αίγυπτο τουλάχιστον 700 οικογένειες Λημνιών.
Ξεχωριστές είναι περιπτώσεις δύο Λημνίων λογίων της Αιγύπτου: α) του δημοσιογράφου Νικόλαου Λήμνιου από τα Καμίνια, ο οποίος υπήρξε εκδότης της πρώτης σοβαρής ημερήσιας εφημερίδας της Αιγύπτου, της εφ. Μεταρρύθμισις Αλεξανδρείας (1886-1901 περίπου) και αργότερα της εβδομαδιαίας εφ. Αναγέννησις Καΐρου (1903-24) και β) της ποιήτριας Ρίκας Σεγκοπούλου-Αγαλιανού από το Κοντοπούλι, που υπήρξε διευθύντρια του περιοδικού Αλεξανδρινή Τέχνη και πνευματική φίλη του Καβάφη. Μετά το θάνατό του, επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση των «Ποιημάτων» του, τα οποία ο ίδιος δεν είχε εκδώσει ποτέ.
Οι Λημνιοί της Αιγύπτου ένιωσαν από νωρίς την ανάγκη να συσπειρωθούν για να αλληλοβοηθηθούν και να βοηθήσουν πιο οργανωμένα και αποτελεσματικά την πατρίδα τους. Το 1886 ίδρυσαν τη Λημνιακή Αδελφότητα στην Αλεξάνδρεια με πρόεδρο τον Τζον Αντωνιάδη, η οποία είχε γύρω στα 450 μέλη. Συγκέντρωσε μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο επένδυσε σε χρεόγραφα που απέδιδαν στα σχολεία του νησιού τόκους 2.700 λιρών ετησίως! Μετά το θάνατο του Αντωνιάδη πέρασε μια περίοδο αδράνειας αλλά το 1905 ξαναζωντάνεψε με νέο πρόεδρο το Νικόλαο Ντάλλη. Το 1906 είχε 510 μέλη. Η Αδελφότητα λειτουργούσε για πολλές δεκαετίες, παρά τη συρρίκνωση του αιγυπτιακού ελληνισμού. Λημνιός τρίτης γενιάς, από τον Κορνό, είναι ο Στέφανος Ταμβάκης εκλεγμένος πρόεδρος του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού από το 2007.

Μικρασία
Μια άλλη κατηγορία μεταναστών πριν από την απελευθέρωση του νησιού αποτελούν όσοι Λημνιοί μετανάστευαν στη Μικρασία. Αυτοί μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία είναι όσοι πήγαιναν στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως στη Σμύρνη, οι οποίοι ασκούσαν εμπορική ή ναυτιλιακή δραστηριότητα. Λημνιοί στη Σμύρνη αναφέρονται από το 1860 τουλάχιστον. Μάλιστα το 1863 έστειλαν χρήματα για τον ανεγειρόμενο τότε μητροπολιτικό ναό.
Η δεύτερη και πιο πολυπληθής κατηγορία αφορά όσους πήγαιναν να εργαστούν σε συντεχνίες οικοδόμων και εποχιακών καλλιεργητών (στο θέρος ή στον τρύγο) ή ως καμηλιέρηδες –οι λεγόμενοι «δεβετζήδες»- σε καραβάνια. Αυτοί πήγαιναν κυρίως στη ΒΔ Μικρασία (Πέργαμος, Φώκαια, Αϊβαλί) και κατά κανόνα δεν εγκαθίσταντο μόνιμα. Πηγαινοέρχονταν κατά εποχές ή κάθονταν λίγα χρόνια, μάζευαν κάποια χρήματα και γύριζαν στο νησί.
Γενικά, ως το 1922, η σχέση των Λημνιών με τη Μικρασία ήταν πολύ στενή. Πολλοί μικρασιάτες είχαν συγγενείς στη Λήμνο και αντιστρόφως πολλοί Λημνιοί είχαν συγγενείς σε μικρασιατικές πόλεις. Το επώνυμο «Λήμνιος» ήταν πολύ συχνό σε πολλές περιοχές της Μικρασίας, όπως: Αϊβαλί, Πέργαμος (20 τουλάχιστον οικογένειες), Φώκαια, Λάμψακο, Σμύρνη, Ίμβρο, Τένεδο κ.ά. Λημνιοί μετανάστες αναφέρονται και στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήταν ελάχιστοι και δεν είχαν κάποια σωματειακή οργάνωση. Το 1862, ζούσε εκεί ο εύπορος Π. Βάρδας. Πιο γνωστός υπήρξε ο έμπορος Ιωάννης Μαυρουδής, που ζούσε εκεί πριν από το 1888 και ως το 1910 ήταν αντιπρόσωπος της Επιτροπής Σχολείων του νησιού στις συναλλαγές της με τις τράπεζες.

Αφρική
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, με αφετηρία την Αίγυπτο πολλοί Λημνιοί προωθήθηκαν σε άλλες αφρικανικές χώρες. Αναφέρονται Λημνιοί έμποροι στα λιμάνια: Μασάβα της Ερυθραίας (το 1889), Σουάκημ του Σουδάν (το 1887). Στα μέρη αυτά, πριν το 1870 και για πολλά χρόνια, πρόξενος του ελληνικού κράτους ήταν ο Χαράλαμπος Κατακουζηνός από τα Καμίνια. Στο Σουδάν αναφέρεται ο Γρηγόριος Λεοντής από το Πλατύ, από τα 1890 περίπου. Είχε εξέχουσα οικονομική θέση και παρασημοφορήθηκε από την αγγλική κυβέρνηση.
Στη νοτιότερη Αφρική οι Λημνιοί άρχισαν να προωθούνται μετά το 1890 κυρίως ως εργάτες σε αποικιοκρατικές εταιρείες σιδηροδρόμων και άλλων έργων, άλλοι νόμιμα και άλλοι ως λαθρομετανάστες, με αποτέλεσμα να απελαύνονται. Συγκέντρωναν κάποια κεφάλαια και τα επένδυαν σε μικρομάγαζα, καφενεία, ξενώνες, χρηματιστηριακά γραφεία, κτηνοτροφικές μονάδες κ.λπ.
Ήδη πριν από το 1900 αναφέρονται Λημνιοί έμποροι στη Μοζαμβίκη: ο Χαλαμανδάρης από το Λιβαδοχώρι, ο Λεκανίδης από τον Κατάλακκο, ο Διοματάρης και ο Παρασκευάς από το Θάνος, ο Τραταρός κ.ά. Μάλιστα, το 1908 οι Λημνιοί πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της «Ελληνικής Κοινότητας Μοζαμβίκης», της οποίας πρόεδρος για πολλά χρόνια υπήρξε ο Κ. Διοματάρης.
Την ίδια εποχή Λημνιοί εγκαθίστανται σε πόλεις της Νοτίου Αφρικής: στο Κέιπ-Τάουν ο Φώτης Κομνηνός από την Ατσική το 1905, στο Τζέρμινστον ο Βαγιάκος. Επίσης στη Ροδεσία ο Πλαγής από τον Κοντιά, στο Βελγικό Κογκό ο Νικολέτος και ο Μακρής ακόμα και στη μακρινή Μαδαγασκάρη αναφέρεται ο Ιωάννης Μιχαήλ από το Θάνος. Στη Νότ. Αφρική λειτουργεί μέχρι σήμερα ο «Σύλλογος Λημνίων ο Ήφαιστος», ο οποίος στο παρελθόν έχει συνεισφέρει σε πολλά κοινωφελή έργα του νησιού (νοσοκομείο, σχολεία κ.ά.).

Η.Π.Α.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί Λημνιοί μεταναστεύουν στις ΗΠΑ απ’ όπου στέλνουν συνδρομές για κοινωφελή έργα. Μετά το 1915, η μετανάστευση στις ΗΠΑ γίνεται εντονότερη, για να ενταθεί τα μεταπολεμικά χρόνια (1945-70). Ήδη από το 1905 ίδρυσαν στη Νέα Υόρκη την «Παλλημνιακή Φιλανθρωπική Αδελφότητα ο Ήφαιστος», της οποίας η σημαντικότερη ευεργεσία υπήρξε η ανέγερση του νοσοκομείου. Ψυχή του συλλόγου και ισόβιος γεν. γραμματέας του, ως το 1933, υπήρξε ένας Ίμβριος, ο Κων/νος Κωνσταντινίδης, πρώην δάσκαλος στη Λήμνο από το 1889 ως το 1907. Ο Ήφαιστος διατηρούσε παραρτήματα σε έξι ακόμα πόλεις των ΗΠΑ στις πολιτείες N. Τζέρσεϊ, Κονέκτικατ και Πενσιλβάνια. Επίσης, είχε τμήμα Νέων και Νεανίδων, Όμιλο Θυγατέρων και Γυναικών με την επωνυμία «Μαρούλα». Αξιόλογη δράση είχε η «Ένωση Λημνίων Σικάγου», την οποία ίδρυσαν το 1972 δώδεκα οικογένειες Λημνίων. Λειτούργησε για μια δεκαετία περίπου με πρόεδρο τον Ψαριανό από τα Καμίνια και το 1975 έστειλε 12.000 δολάρια για την ανέγερση του Γηροκομείου Λήμνου. Το πλήθος των Λημνίων των ΗΠΑ φαίνεται κι από το ότι αναφέρονται και σύλλογοι χωριών, όπως:
Ο «Σύλλογος Άγιος Γεώργιος Ατσικής ΗΠΑ» που χρηματοδότησε την ανέγερση του καμπαναριού του χωριού και το 1926 έστειλε 2000 δρχ. στο αθλητικό σωματείο Λημνιακός Γ.Σ.
Ο «Σύνδεσμος Πλατυνών ΗΠΑ η Πρόοδος».
Ο «Σύλλογος Ευαγγελισμός Μουδρινών ΗΠΑ».
Ο «Σύλλογος Ρεΐζ-Δερέ Μ. Ασίας ο Άγιος Δημήτριος».
Από τους Λημνιούς των ΗΠΑ αξίζει να ξεχωρίσουμε το διαπρεπή βυζαντινολόγο Παναγιώτη Χαρανή (1905-85, γνωστό ως Peter Charanis) από την Ατσική, ο οποίος δίδαξε για 40 χρόνια στο πανεπιστήμιο Rutgers και θεωρείται ο ιδρυτής των βυζαντινών σπουδών στις ΗΠΑ, για τον οποίο ο Σύλλογος Ατσικιωτών είχε κάνει τιμητική εκδήλωση πριν από δυο χρόνια.

Άπω Ανατολή - Αυστραλία
Στον Καναδά και στη Νότια Αμερική δεν έχουμε μετανάστες Λημνιούς πριν το 1912. Αναφέρονται όμως Λήμνιοι στην Κίνα και στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα, το 1908 ο Στέργιος Ιωαννίδης από το Μούδρο είχε ιδρύσει εμπορικό οίκο στο Τονκίνο της Κίνας που διατήρησε για αρκετά χρόνια. Στην Αυστραλία αναφέρονται Λήμνιοι από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Λήμνιος θαλασσοπόρος Κωνσταντής Κατακουζηνός Μάκρας, από τον Κοντιά, ταξίδεψε πριν από το 1850 στην Αυστραλία με το ιστιοφόρο του και αργότερα, στα 1885, ταξίδευε στην Αυστραλία ο γιος του Νικόλας, ο οποίος είχε τρία ιστιοφόρα. Δηλαδή, το 19ο αιώνα, λημνιακά ιστιοφόρα ταξίδευαν ως την Αυστραλία. Συνεπώς, δεν είναι απίθανο να άφησαν εκεί Λήμνιους μετανάστες. Είναι γνωστοί τουλάχιστον δύο.
Ως πρώτος θεωρείται ο Γεώργιος Τραμουντάνης (1822-1911), ο οποίος έφτασε στην Αυστραλία γύρω στο 1850 και αγγλοποίησε το επώνυμό του σε George North. Ήταν έμπειρος ναυτικός και εργάστηκε ως πρώτος μηχανικός σε ατμόπλοια μέχρι το 1858. Στη συνέχεια παντρεύτηκε μια Αγγλίδα και εγκαταστάθηκε στο Γκρήν Πάτς της Νότιας Αυστραλίας. Εκεί καλλιεργούσε αμπέλια και λαχανικά αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν τα πρόβατα. Έζησε ως το 1911 κι απέκτησε δυο γιους και 21 εγγόνια! Θεωρείται ο πρωτοπόρος των Ελλήνων της Νότιας Αυστραλίας και στο τοπικό Μουσείο Μετανάστευσης υπάρχουν φωτογραφίες του, προσωπικά αντικείμενα και τεκμήρια για τη ζωή του.
Ο δεύτερος Λημνιός της Αυστραλίας που είναι γνωστός είναι ο Ελευθέριος Κανέλλος. Όταν αποβιβάστηκε το 1883 στη Μελβούρνη ήταν ακόμα έφηβος και η πρώτη δουλειά του ήταν πλανόδιος πωλητής ψαριών με κάρο. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1901, είχε ιδρύσει την εταιρεία «Lemnos & Co.» και εμπορευόταν στρείδια. Επίσης, είχε αγγλοποιήσει το όνομά του σε Tom Lemnos. Όμως, δεν είχε αλλάξει θρησκευτικό δόγμα. Παρέμεινε ορθόδοξος ως το θάνατό του. Πέθανε 106 ετών.
Μεγαλύτερη εγκατάσταση Λημνιών στην Αυστραλία έχουμε μετά το 1930 κυρίως από Λημνιούς της Αιγύπτου που είχαν αγγλική υπηκοότητα. Το 1939 ήταν αρκετοί και ίδρυσαν τη «Λημνιακή Κοινότητα Μελβούρνης ο Ήφαιστος». Μετά το 1950 η μετανάστευση στην Αυστραλία πήρε διαστάσεις μαζικής φυγής.



Ατσικιώτες και άλλοι Λημνιοί στο υπερωκεάνειο “SEVEN SEES” το 1961, προς
Αυστραλία. Αναγνωρίσαμε, τον Απόστολο Τραγάρα και την Αλεξάνδρα Κακμή.





Εσωτερικό
Τέλος, μη ξεχνάμε πως ένα σημαντικό τμήμα των Λημνιών της διασποράς ζει στις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας. Λειτουργούν σύλλογοι Λημνίων σε πέντε πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη και Λέσβο ενώ στην Αθήνα υπάρχουν 20 περίπου τοπικοί σύλλογοι από αποδήμους των διαφόρων χωριών.
Με τη βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Άγιο Όρος, Θράκη) αναφέρονται επαφές της Λήμνου από πολύ παλιά. Στην Αθήνα Λημνιοί εγκαταστάθηκαν μόλις ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Ήταν κυρίως απόμαχοι του αγώνα του 1821, όπως ο χιλίαρχος Τριαντάφυλλος Τζουράς (1793-1847), που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στη Λήμνο γιατί είχαν δημευθεί οι περιουσίες τους. Αναφέρονται επίσης δέκα Λήμνιοι φοιτητές στο πανεπιστήμιο Αθηνών πριν το 1890.
Περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στα χρόνια του μεσοπολέμου. Το 1928 συγκρότησαν ένα «Σύλλογο Λημνίων Φοιτητών» και το 1933 την «Ένωση των εν Αθήναις Λημνίων» με 70 μέλη και πρόεδρο το δικηγόρο Δημήτριο Στέλλιο. Μεταπολεμικά, λειτούργησε για πολλές δεκαετίες η «Ένωση Λημνίων Αθηνών-Πειραιώς» και το 1984 οι τοπικοί σύλλογοι των χωριών συγκρότησαν την Ομοσπονδία Λημνιακών Συλλόγων (ΟΛΣΥ).

Βιβλιογραφία - Πηγές

«Αθήνα, τότε και τώρα. Εικόνες του χθες και του σήμερα», εκδ. ΟΛΚΟΣ-ΤΑ ΝΕΑ, σσ. 114-115.
Γεροντούδης Λεωνίδας, «Η νήσος Λήμνος», Αθήναι 1971.
Γιαλουράκης Μιχαήλ, «Η Αίγυπτος των Ελλήνων», Αθήνα 1967.
Καψιδέλης Τάσος, «Η Λήμνος στον αγώνα του 1821», Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1986.
Καψιδέλης Τάσος - Κομνηνός Σίμος, «Η Λήμνος από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα», Αθήνα 1982.
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Αργύριος Μοσχίδης - Ο ιστορικός της Λήμνου και η εποχή του», σσ. 82-96.
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Η λημνιακή διασπορά από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα», Νόστος Μυτιλήνης 2 (Φεβρουάριος 1998) και 3 (Μάιος 1998) και Λημνιακό Βήμα 588 (20/5/98).
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Η παρουσία των Λημνιών στην Αυστραλία. Συμπληρωματικές πληροφορίες», Λημνιακό Βήμα 685 (1-11-2000).
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Λήμνιοι Αιγυπτιώτες Ευεργέτες», εφ. Λήμνος 505 (22/11/2007),
Μπελίτσος Θεόδωρος, «Τα κοινοτικά σχολεία της Λήμνου», Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1999.
Σισιλιάνος Δ., «Αι παλαιότεραι Αθήναι», εφ. Η Καθημερινή φ. 9664 (8-8-1943).
Σουλογιάννης Ευθύμιος, «Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας (1843-1993)», ΕΕΛΙΑ, Αθήνα 1994.
Σύλλογος Λημνίων Μόντρεαλ ο Ήφαιστος, «Αναμνηστικό Λεύκωμα», Μόντρεαλ 1988.
Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1986.
Τσιμπιδάρος Β., «Οι Έλληνες στην Αγγλία», 1974.
Τσολίσος Γεώργιος, «Περγαμηνά», Αθήνα 1984.
Φραγκέλλης Πάνος, «Λήμνος η φιλτάτη», τόμοι Α΄-Δ΄, Αθήνα 1999-2000.
Χρυσικόπουλος Ι. Βασίλης, «Giovanni d’Athanasi, ο Λήμνιος (1798-1854): Ο ρόλος του στις ανακαλύψεις αρχαιοτήτων της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα», Αρχαιολογία και Τέχνες 87 (Ιούνιος 2003), σσ. 76-83.
Bierbrier M., «ATHANASI, Giovanni d’ (1798-1854)», στο «Who was who in Egyptology», London, 1995 [3rd ed.], σ. 21.
Bierbrier M., «TRIANTAPHYLLOS, George alias Wardi (d.1852)», στο «Who was who in Egyptology», London, 1995 [3rd ed.], σ. 418.
Chrysikopoulos V., «L’Histoire des Collections d’Antiquites Egyptiennes du Musee National d’Athenes», 2001, Lyon France, τ. 36 σελ. 358-374: «Les Principaux Donateurs de la Collection d’Athenes: Alexandros Rostovitz et Ioannis Dimitriou».
Dewachter Michel, «Un Grec de Louqsor collaborateur de Champollion et Lepsius: Ouardi-Triantaphyllos», Paris 1995.
Hugh Gilchrist, «Australians and Greeks» Vol. I: The Early Years, σσ. 233-234.
www.hri.org/lemnian/hephaestus (ιστοσελίδα της Pan-Lemnian Philanthropic Association Hephaestus).



"Atlantic empress 1979".
Στιγμές ξεκούρασης και αστείων μεταξύ των ναυτικών, στο τάνκερ "Atlantic Empress", 1979. Στο μέσον ο Ατσικιώτης Βασίλης Τραγάρας. Σε λίγες μέρες (19/7/1979)το "Atlantic Empress" θα συγκρουσθεί με το επίσης τάνκερ "Aegean Captain" στη θάλασσα της Καραϊβικής και θα βρουν τραγικό θάνατο 26 ναυτικοί, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλης. Άραγε τα άλλα δυο παιδιά που εικονίζονται στη φωτογραφία, τι να απέγιναν;
Ξέρετε γιατί βάζω τόσες φωτογραφίες από το ναυάγιο; Γιατί ο Βασίλης ήταν το μικρό μου το αδερφάκι, μόλις 24 χρόνων, είχε δε μπαρκάρει μόλις λίγους μήνες πριν. Δεν είχε ζήσει σχεδόν τίποτα, από αυτό που λέμε ζωή. Ήταν ο πιο καλόκαρδος, έξυπνος και καλαμπουρτζής τύπος που υπήρχε. Και φανατικός ΑΕΚτζής. Το κουρείο, που είχε πριν μπαρκάρει ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της ΑΕΚ. Και ξέρετε ακόμα γιατί αναρτώ τις φωτογραφίες; Γιατί σε όλα τα sites που μπήκα με θέμα το τραγικό αυτό ναυάγιο, πουθενά πλην ενός ή δύο δεν αναφέρεται ότι υπήρξαν δεκάδες νεκροί, οι οποίοι πέθαναν με τον πιο τραγικό από τους θανάτους, τη φωτιά. Πουθενά τα ονόματά τους, σαν να ήταν σκύλοι. Αναφέρουν μόνο την οικολογική καταστροφή που προκάλεσε η πετρελαιοκηλίδα από το πετρέλαιο που διέρρευσε από το τάνκερ. Όμως αυτά τα παιδιά ήταν τα περισσότερα μικρά παλικαράκια, που μόλις έβγαιναν στο χάραμα της ζωής. Πήγαν στα καράβια γιατί η ανέχεια και η φτώχεια τους ανάγκασε. Και ήταν πραγματικά παλικάρια γιατί ούτε τεμπέλιασαν στη όποια μίζερη βολή τους, ούτε κατουρημένες ποδιές φίλησαν για να τους χώσουν σε καμια θεσούλα. Γιατί, τώρα, μετά από 31 χρόνια; Τώρα μπόρεσα να το διαχειριστώ μέσα μου το γεγονός, που κατέστρεψε τις οικογένειές μας. Για χρόνια ούτε το αναφέραμε μέσα στην οικογένεια, ήταν ταμπού. Και τώρα που τα γράφω αυτά η συγκίνησή μου είναι μεγάλη. Ο πατέρας μου έφυγε με αυτόν τον καημό και η γηραιά μητέρα μου δεν περνά μέρα που να μη σκέφτεται και να μοιρολογά το Βασίλη μας. Αν μη τι άλλο, αυτά τα παιδιά με τη σκοτεινή μοίρα, μια αναφορά, κάπου, τη δικαιούνται. Όχι γι' αυτούς, αυτοί τελείωσαν προ πολλού. Αλλά για τη δική μας, αυτών που έμειναν πίσω, των τυχερών, την ισορροπία και τον αυτοσεβασμό. Αν τύχει κάποιος από τις οικογένειες των αδικοχαμένων να δει αυτό το blog, ας επικοινωνήσει μαζί μου στη διεύθυνση: tragaras@hotmail.com




Ο Βασίλης Τραγάρας με ένα άλλο ναυτικό σε αναμνηστική φωτογραφία πάνω στο "Atlantic Empress". Αλήθεια ποια να ήταν η τύχη κι αυτού του παιδιού;




Ο Βασίλης Τραγάρας με ένα άλλο ναυτικό πάνω στο "Atlantic Empress". Άγνωστη και αυτού του παιδιού η τύχη



Ο Βασίλης Τραγάρας εν ώρα εργασίας πάνω στο "Atlantic Empress".




Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο. Πηγή: Fotobucket. Φωτογράφος: Hein Hinrichs, από το σωστικό πλοίο "Berlin"


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο


Το "Αtlantic Empress" φλεγόμενο










Τα καλά παιδιά της Λήμνου

Από την ποιητική συλλογή «Λήμνος» του Σταύρου Τραγάρα


Τα καλά παιδιά της Λήμνου
αριώνουν τα μπαμπάκια στο Κελάρικο
και περπατούν παρέα με τις πέρδικες
στη Μητρόπολη.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
θερίζουνε τα στάρια
με την κοσά των παπούδων τους
και κοιτούν τον ήλιο κατάματα
με καθαρά μέτωπα
ίσος προς ίσον.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
φορτώνουνε τα φορτηγά
κουβαλώντας τα τσουβάλια στην πλάτη τους.
Μετά μαζεύουν την αλιτσάχνη
και φτιάχνουν τα άρματά τους
για το τάγμα των αργυράσπιδων
του Μεγαλέξανδρου.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
σαλαγούν τα πρόβατά τους στο Φαρακλό
μόνο και μόνο
για να τους δώσει ο Παν το χρίσμα.
Μόλις ονομασθούν αιγίκοροι
δεν φοβούνται να πέσουν στη φωτιά.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
ανοίγουν πηγάδια
στην Αγιακατερίνη και τα Σαμάλωνα
χωμένοι ως τα γόνατα
στο νερό και τη λάσπη.
Θέλουν να δώσουν κουράγιο
στην αδελφή τους την άτυχη
που δεν θέλει
να φύγει απ’ τον ήλιο.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
παν στο γυμνάσιο του Κάστρου
παίρνοντας γεμάτο καλάθι
με τα φυλλοκάρδια της μάνας τους
κάθε μεσημέρι απ’ το σταθμό.
Το πρωί το γυρίζουν άδειο
βαδίζοντας απ’ την αγορά
δήθεν τυχαία
για να μυρίσουν τον φρεσκοκομμένο καφέ
του Βαρτεβανιάν.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
κάνουν τη βόλτα τους κάθε βράδυ
στον Καρπασινόδρομο
και γαμπρίζουν μόνο τα κορίτσια
που θα παντρευτούν μεθαύριο
έχοντας κόκκινα γαρόφαλα
αντί για μάγουλα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
πίνουν το ούζο
με χταπόδι που καμάκιασαν οι ίδιοι
στα πυροφάνια του Κοκκινόβραχου
δοκιμή για τη μάχη με τους Εγχειρογάστορες
της πολιτείας.
Κι άμα δε βρούν απογιαλού
πάντα ντρέπονται όταν επιστρέφουν.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
φεύγουν για Αυστραλία
ομάδες – ομάδες
με το λεωφορείο της γραμμής.
Δε χύνουν ένα δάκρυ
κι ας κλαιν όλοι τριγύρω τους.
Θα κλάψουν σα φτάσουν εκεί
αφού δε θα βρουν γλάστρες με βασιλικούς.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
μπαρκάρουν με φορτηγά και γκαζάδικα
για να λύσουν το αίνιγμα της Σφίγγας.
Κι αν μερικά μείνουν για πάντα
στην Καραϊβική ή στη θάλασσα της Ιαπωνίας
δεν είναι γιατί η μάνα τους
ξέχασε να φτιάξει ποδιές
στην εικόνα του Αϊ Νικόλα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
χορεύουν στην πλατεία
κάθε Αγιαρμολά και κάθε Παναγιάς
και σκοτώνουν το καθένα ένα Κύκλωπα
που ήρθε να τα αφανίσει
σε ύπουλο καρτέρι.
Μετά πετούν για μια βόλτα στον ουρανό
αυτό είναι το βραβείο τους.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
κουβαλούν τους νεκρούς φίλους τους
μέσα στο μυαλό τους.
Χορεύουν γι’ αυτούς ένα ζεϊμπέκικο
όταν πολυβαρύνουν τα ματόκλαδά τους.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
πικροκαρδίζουν πολύ τις μάνες τους
που όλο είναι φευγάτα
αλλά τι φταίνε κι αυτά
αφού τους φέρνει λιγοθυμιά
η μυρωδιά απ’ το αγιόκλημα
δίπλα στην πόρτα.

Τα καλά παιδιά της Λήμνου
όλο και λιγοστεύουν πια
πρέπει να ψάξει κανείς πολύ
για να τα βρει αν τα θέλει.
Εκτός από τύχη που χρειάζεται
πρέπει να θέλουν κι αυτά να εμφανισθούν.












Αποσπάσματα από το Λημνιακό τύπο πριν 45 χρόνια

Έρευνα Σταύρος Τραγάρας


ΕΙΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙΝ της εργασίας διαχωρισμού εις δύο αιθούσας του σχολείου Δάφνης μετά την κατάταξίν του ως διταξίου, ο Ευεργέτης της Κοινότητος ταύτης κ. Παναγ. Βέργος απέστειλεν έτερα 150 δολλάρια, έπειτα από τα 700 που απέστειλε προηγουμένως, διότι δεν επήρκουν διά την όλην εργασίαν. Ο μοναδικός αυτός Ευεργέτης του χωρίου τούτου, «ο ένας και καλός» δεν παύει να φροντίζη για τη γενέτειρά του, και πάντοτε είναι πρόθυμος και γενναιόδωρος προς κάθε ανάγκην και έλλειψίν της. Ο Θεός ας ευοδώνη τα έργα του, και δίδη αυτώ μακροημέρευσιν, ίνα επί μεγαλύτερον διάστημα παρέχει τας ευεργεσίας του, διότι είναι πλέον ή βέβαιον ότι, δεν θα ξαναδούν δεύτερο Παναγιώτη οι συγχωριανοί μας Δάφνηοι.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ
Διά της παρούσης μου εκφράζω τας θερμάς ευχαριστίας μου τόσον προς τον εν Τασμανία Αυστραλίας διαμένοντα κ. Ηρακλήν Ξύκην όσον και εις τον εν Ατσική πατέραν του κ. Ευάγγελον Ξύκην διά τας προσπαθείας άτινας κατέβαλον προκειμένου η θυγάτηρ μου Μαρίκα να μεταναστεύση εις Αυστραλίαν.
Εν Δάφνη τη 21.10.1962
Ο ευχαριστών
Χαράλαμπος Φκιαράς

ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΤΗ ΞΕΝΗ ΛΗΜΝΙΟΥΣ
Γνωρίζομεν υμίν ότι τινές των μαθητών του υφ’ ημάς Γυμνασίου, διαμένοντες εις ανθυγειινά δωμάτια και υποσιτιζόμενοι κινδυνεύουν να χάσωσι το πιο πολύτιμον εις τον άνθρωπον, την υγείαν των και αυτήν ταύτην την ζωήν των.
Δια την μερικήν θεραπείαν της ως άνω καταστάσεως απεφασίσθη η οργάνωσις μαθητικού συσσιτίου εν τω σχολείω αποτελουμένου εξ ενός ημερησίου γεύματος, δια τους πλέον απόρους και επιμελείς μαθητάς. Ωρίσθη ο αριθμός των συσσιτούντων εις τριάκοντα. Παρακαλούμεν όθεν Υμάς όπως ευαρεστηθήτε και ενισχύσητε ηθικώς και οικονομικώς το θεάρεστον τούτο έργον υψίστης κοινωνικής σημασίας. Εν Μυρίνη τη 4/1/1962
Μετά τιμής
Ο Γυμνασιάρχης
Χαράλαμπος Παντελαρούδης

ΕΙΔΗΣΙΣ
Με την κατάργησιν των εκτάκτων μέτρων κατηργήθη και το «λεγόμενον στρατόπεδον εξορίστων Αγ. Ευστρατίου».Ήδη ήρχισεν η απόλυσις των εν αυτώ κρατουμένων, εντός δε των ημερών θα συντελεστεί η οριστική διάλυσίς του. Ούτω η κομμουνιστική ΕΔΑ απεστερήθη της δυνατότητος ν’ ασκή δυσφημιστικήν προπαγάνδαν εναντίον της Ελλάδος…

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΧΩΡΟΥΝΤΩΝ ΕΙΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΕΜΕ
Κατά δοθείσαν υπόσχεσιν δημοσιεύομεν τα ονόματα των 40 αναχωρησάντων εκ Λήμνου την παρελθούσαν Κυριακήν δι’ Αυστραλίαν εκπαιδευθέντων παρά της ΔΕΜΕ.
Ακολουθούν 40 ονόματα.

ΑΠΩΛΕΣΘΗΣΑΝ 6 τεμάχια παπουτσιών (παράταιρα) πέτσινα μεταξύ Ρωμανού Κάσπακος και παρακαλείται ο ευρών όπως τα παραδώση εις τα Γραφεία μας και θα αμοιφθεί καλώς.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ
Ο εκ Σαρδών Κωνστ. Χαλκάς παρέχει επιβήτορα χοίρον εκλεκτής ράτσας (κτήματος Μητροπόλεως) εις το εν τη θέσει «Πλαγιά» κτήμα του.

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Αγαπητοί συμπατριώται
Τα εν Αμερική γραφεία μας μας πληροφόρησαν δια τον νέον μεταναστευτικόν νόμον των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατ’ αυτόν, από 1ης Οκτωβρίου 1965, έως 1ης Ιουλίου 1968, θα λαμβάνουν ΒΙΖΑ οι έχοντες εγκεκριμένην πρόσκλησιν (γονέων, αδελφών, κλπ) με ρυθμόν αναλογίας κανονικόν και ηυξημένον κατά πολύ, εκ του περισσεύματος των άλλων χωρών.
Από 1ης Ιουλίου οι αναλογίες καταργούνται. Θα προτιμώνται συγγενείς και τεχνίται. Το ποσοστόν διά την ελλάδα θα είναι μέχρις 20.000 το έτος.
Με πατριωτικούς χαιρετισμούς
Βασίλειος Βογιατζόγλου, διευθυντής Πρακτορείου
ΤΡΑΒΕΛ ΧΑΟΥΣ


ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ
Θεωρώ υποχρέωσιν όπως και διά του τύπου εκφράσσω τας θερμάς ευχαριστίας μου, τόσον εις το πρακτορείον «Καραβέλλα», όσον και εις τον κ. Γρηγόριον Καλατζήν που με τόσην επιμέλειαν και ενεργητικότητα κατόρθωσε να μεταναστεύσω τον υιόν μου εις το εξωτερικόν.
Εις τους ανθρώπους αυτούς αξίζει κάθε έπαινος διότι ολίγοι είναι τοιούτοι άνθρωποι, που ενεργούν σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις και η ενεργητικότης υπήρξε καρποφόρος.
Μετά τιμής
Π. Καμπούρης – Ρωμανού.






Χιλιάδες νέα παιδιά – μετανάστες στοιβάζονται στα καταστρώματα των υπερωκεανείων για τους μακρινούς «παραδείσους»






Έρημα σπίτια

Ποίημα Νίκου Χείλαρη.


Πόσες φορές περπάτησα
σε δρόμους χωματένιους
που η θύμιση τους έκανε ολάκερα λιβάδια
λιβάδια παιδικής χαράς
ανέμελής μας νιότης.

Πόσες φορές παράθυρα
μισάνοιχτα κοιτούσαν
της νιότης πρώτο σκίρτημα
αγάπης τα σημάδια
πόσες φορές
πόσες φορές απλώθηκαν οι λύπες
με κλάμα σιγανό βουβό
που η ξενιτιά το πνίγει.

Πόσες φορές ακούστηκαν
χαρές και πανηγύρια
για γάμους και για ερχομούς
μικρών παιδιών στον κόσμο
πόσες φορές δε γέμισαν οι τοίχοι μ’ ένα τάμα
σε ερημοκλήσια προσευχές
χαροκαμένης μάνας
πόσες φορές
πόσες φορές.

Και τώρα μεσ’ στη σιωπή μονάχα καρτεράνε μην τύχει και περαστικός σταθεί και τα κοιτάξει
τις πέτρες που χορτάριασαν
κι αυλάκωσεν ο χρόνος
ν’ αγγίξουν μόνο μια στιγμή
έτσι για να τα νιώσει
μιας και δεν το μπορούν αυτά
σαν πέτρινα κουφάρια
να πουν την ιστορία τους
για ανθρώπους που τα ζήσαν.









Δυο εικόνες και δυο πρόσωπα

Μαρία Βαγιάκου – Μουλαρά

Αγαπημένοι μου φίλοι

Καθώς μέσα σ’ αυτή την αίθουσα είμαστε όλοι (ή σχεδόν όλοι) και Λημνιοί και μετανάστες, και κάποιοι μάλιστα από εσάς έχετε ζήσει στο εξωτερικό, έχουμε να πούμε πολλά και για τη Λήμνο και για τη μετανάστευση. Επειδή είμαι σίγουρη ότι εσείς έχετε να πείτε πολύ περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα από μένα, σας ευχαριστώ ολόψυχα, που έχετε την υπομονή και την καλοσύνη να με ακούσετε. Ευχαριστώ θερμά και το Σταύρο, που μου έδωσε την ευκαιρία να πω λίγα λόγια για τη Λήμνο και τη μετανάστευση μέσα από δυο εικόνες και δυο δικά μου πρόσωπα. Ελπίζοντας ότι θα βρείτε στα λεγόμενά μου κάτι από τους εαυτούς σας εύχομαι να μη σας κουράσω.
Καλοκαίρι του 61 (μάλλον). Σάββατο απόγευμα. Μια παρέα κοριτσιών και αγοριών, μια εικόνα που δεν μπορώ να ξεχάσω. Ωραίες! Ωραίοι! Νέες και νέοι. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και «αποχαιρετούσαν»! Έφευγαν την άλλη μέρα με το Κανάρης ή το Καραϊσκάκης για τον Πειραιά και από κει με το Πατρίς για την «Αυστράλια»! Η Λήμνος έχανε τα νιάτα της και τα νιάτα έχαναν την πατρίδα τους! (Με το Πατρίς, τι ειρωνεία!). Και από κάθε σπίτι οι νοικοκυρές έκοβαν λίγο βασιλικό, κανένα κατιφέ, γαρύφαλλο και τους τα έδιναν. Λίγα λουλούδια για το αντίο αλλά και για χαιρετίσματα στους δικούς τους, εκεί που θα πήγαιναν… Άραγε, πόσα από αυτά τα λουλούδια έφτασαν στην Αυστραλία και πόση παρέα τους κράτησαν τον πρώτο δύσκολο καιρό;
Καλοκαίρια και χειμώνες! Χρόνια και χρόνια ήταν εκεί. Γύρω στο μεσημέρι, καθισμένες στα πεζουλάκια γύρω από την πλατεία, περίμεναν τον ταχυδρόμο. Μάνες, αδερφές, αρραβωνιαστικές και σύζυγοι καμιά φορά – αλλά κυρίως μάνες – περίμεναν το γράμμα. Το γράμμα που έκλεινε μέσα του τα νέα των ξενιτεμένων και ίσως λίγα δολάρια και καμιά φωτογραφία που με ευλάβεια τη «στόλιζαν» στην καλή την κάμαρα, εκεί…στον καθρέφτη. Φωτογραφία που μπορεί να ήταν και από το γάμο του παιδιού τους, κι εκείνες δεν ήταν εκεί… Κάθονταν, λοιπόν, στα πεζούλια και περίμεναν τον ταχυδρόμο! Κάθε μέρα! Χειμώνα καλοκαίρι.
«Καλοκαίριασε! Καιρός να πάμε στην πατρίδα!» Έτσι έλεγε ο παππούς μου ο Κώστας Γραγράς, τέτοια εποχή. «Πατρίδα» έλεγε τη Λήμνο. Είμαι σίγουρη ότι το είχε συνηθίσει από τότε που ζούσε στην Αμερική. Έφυγε παιδί, δεκατεσσάρων χρονών από την Ατσική, για να πάει στην Αμερική. Άραγε, είχε πάει μέχρι τότε στη Μύρινα; Ποιος ξέρει. Η μητέρα του, του είχε ράψει κάποιες λίρες για τα πρώτα του έξοδα σε μια υφασμάτινη ζώνη, που τη φορούσε κατάσαρκα μέσα από το παντελόνι του, και του έδωσε τη συμβουλή – εντολή φεύγοντας: «Μη βγάλεις αυτή τη ζώνη, ώσπου να φτάσεις!» Και άκουσε τη μητέρα του και όταν έφτασε, - το ταξίδι τότε κρατούσε βδομάδες ή και μήνες – έβγαλε τη ζώνη και είδε ότι η μέση του ήταν καταφαγωμένη από τις ψείρες!
Εκεί, στη Νέα Υόρκη, δούλευε τη μέρα εργάτης σε καπνεργοστάσιο και το βράδυ φύλακας στο ίδιο εργοστάσιο. Δούλευε δυο βάρδιες, δηλαδή σκληρά, πολύ σκληρά, για να μαζέψει χρήματα και να γυρίσει στην πατρίδα. Άραγε, τις ώρες της δουλειάς, ή της μοναξιάς, πού να πήγαινε το μυαλό του; Σίγουρα στην οικογένειά του, στο σπίτι του, στο χωριό, στη Λήμνο, στην «πατρίδα».
Κάποτε γύρισε στην πατρίδα με πλούτο χρημάτων και μυαλού, πλούτο ψυχής. Τα χρήματα χάθηκαν όταν ήρθε ο πόλεμος. «Σαν να μην τα είχα δουλέψει σκληρά… Μέρα και νύχτα…Σαν να τα είχα κλέψει..» έλεγε ο ίδιος με παράπονο. Ο άλλος πλούτος έμεινε. Ο παππούς μου ήταν σοφός. Σίγουρα έγινε σοφός εκεί στην ξενιτιά. Εκεί έμαθε να καταλαβαίνει τη ζωή και να σέβεται τους ανθρώπους. Έτσι κατάλαβε και τον πατέρα του, όταν γύρισε την πρώτη φορά στο χωριό (δεν ξέρω μετά από πόσα χρόνια), και του είπε γεμάτος καμάρι «Να δεις μπαμπά, τι μεγάλη πόλη που είναι η Νέα Υόρκη, τι κόσμος, τι κτίρια, τι…» και τον άκουσε εμβρόντητος να του λέει: «Τι με λες βρε παιδί μ’ για Νέες Υόρκες; Έχεις δει την Πέργαμο;!».
«Καλοκαίριασε! Καιρός να βγάλω την πολυθρόνα στη βεράντα!» Έτσι έλεγε η μανούλα μου Στέλλα Βαγιάκου, τέτοια εποχή και έβγαζε μια ξύλινη πολυθρόνα - απ’ αυτές που λένε «του σκηνοθέτη» - με πράσινο ύφασμα στη βεράντα και χάζευε την κίνηση στο δρόμο. Μετανάστρια κι αυτή στην Αθήνα, μισή ώρα με το αεροπλάνο από τη Λήμνο, αλλά τόσο μακριά. Από το 1963 που έφυγε από την Ατσική, μέχρι το 1997 που έφυγε από τη ζωή, πήγε στο χωριό μόνο τέσσερις φορές, όπως τις απαριθμούσε η ίδια: «Μια για να καθαρίσω το σπίτι που είχε βάλει νερό – πάλι είχαν αφήσει «μουλωμένο» το ρυάκι, μια με το δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου – τι θέλανε και μας ταλαιπωρούσανε, αφού όλος ο κόσμος ΟΧΙ έριχνε και όλο ΝΑΙ βγαίνανε, μια για να πάρω τη μαμά μου που είχε αρρωστήσει άσχημα, και μια για να κηδέψω τον Παντέλο, τον Αύγουστο του 80».
Η μητέρα μου, από τους ανθρώπους εκείνους που λέει ο ποιητής «ποτέ από το χρέος μη κινούντες», αν και κοντά, ζούσε μακριά από την «πατρίδα». Έβγαινε λοιπόν τα καλοκαιρινά απογεύματα στη βεράντα, χάζευε την κίνηση στο δρόμο και πάντα κατά τις 6 ή 7, δε θυμάμαι καλά, σήκωνε τα μάτια της προς στον ουρανό και έλεγε με ενθουσιασμό: «Να το αεροπλάνο! Πάει για τη Λήμνο!» Όποτε προσπάθησα να της πω «και πού το ξέρεις ότι πάει στη Λήμνο;» ήταν κατηγορηματική: «Είναι η ώρα του!». Όλα τα χρόνια λοιπόν η ώρα του αεροπλάνου για Λήμνο δεν άλλαξε. Μαζί με το αεροπλάνο πετούσε στη Λήμνο και η σκέψη της. «Τι κάνουν οι γειτόνισσες; Θα κάθονται τώρα έξω κι αυτές…» Και να μια παλιά ιστορία που έρχεται στη θύμηση…και να η νοσταλγία να σε πνίγει…Αχ! Η Ατσική!
Κράτησε με ευλάβεια τη Λήμνο στο σπίτι της, στη ζωή της. Διατήρησε την προφορά, τον τρόπο ομιλίας, τον τρόπο σκέψης, τις εκφράσεις, τις παροιμίες, τα ήθη και τα έθιμα, τα φαγητά της Λήμνου. Ακόμα και η δική της «πρόγνωση του καιρού» γινόταν με αναφορά στη Λήμνο: «Μαζεύονται μαύρα σύννεφα από εκεί από την Κοντοβράκ’, δηλαδή από τη Νέα Ιωνία (πρόσθετε). Θα βρεξει… Άραγε έβρεξε και στη Λήμνο;».
Λήμνος και μετανάστευση, δηλαδή Λήμνος και μετανάστες. Τι έδωσαν και τι πήραν ο ένας από τον άλλον; Η Λήμνος πήρε από τους μετανάστες μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους. Αυτό έγινε σχολεία, νοσοκομείο, εκκλησίες, καινούργια σπίτια, επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας, καλύτερη ζωή. Έγινε όμως και άλλος τρόπος σκέψης, άλλος τρόπος προσέγγισης των πραγμάτων, άνοιγμα μυαλού, άνοιγμα ψυχής. Η Λήμνος, όπως και άλλα νησιά με πολλούς μετανάστες, κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι η Νέα Υόρκη είναι μεγαλύτερη από την Πέργαμο! Οι μετανάστες πήρανε από τη Λήμνο την ευχή της. Το χρώμα της γης, της θάλασσας και του δειλινού της. Πήρανε μαζί τους το πηγαίο χιούμορ, την εργατικότητα, την ηρεμία, το χαμόγελο και το κέφι για τον αγώνα της ζωής. Πήρανε τους φίλους και τους γείτονες, τις Καθαρές Δευτέρες στον Αγιαρμόλα, τα πανηγύρια στην πλατεία, τον περήφανο κεχαγιά. Πήρανε τη μυρωδιά του φρεσκοοργωμένου χωραφιού, του φρεσκοψημένου ψωμιού, τα φλομάρια και την κολοκυθόπιτα. Την κολοκυθόπιτα που μόνο «τσουρεκούδια» μπορεί να γίνει, ποτέ στρωτή, αλλά «τσουρεκούδια» φτιάχνουν και τη χορταρόπιτα, που εδώ στην Αθήνα τη λένε σπανακόπιτα και «καλή είναι…δε λέω..» έλεγε η μανούλα μου, «αλλά, αν είχε μέσα και καμιά καυκαλήθρα από το χωριό, θα μοσχοβολούσε η κουζίνα μας σαν το φούρνο της Τασώς!...».

Σας ευχαριστώ πολύ.







Περί ξενιτείας

Βυζαντινή ποίηση


Μανίτσα μου πονετική μη με παντέχεις πλέον
και σεις αδέλφια μου γλυκά αλησμονήσετέ με
ότι όφις μ’ ετριγύρισεν βούλεται να με φάγη
στα γόνατά μου γεύεται στα στήθη μου δειπνάει
κι εις τα ξανθά μου τα μαλλιά έποικεν τη φωλιά του.








ΛΗΜΝΙΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Αντώνης Καραγιάννης


Α) Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Αγαπητοί φίλοι θέλω πρώτα - πρώτα να συγχαρώ τον σύλλογο της Ατσικής, και τον πρόεδρό του συλλόγου κ Σταύρο Τραγάρα για την διοργάνωση της αποψινής μας εκδήλωσης. Θέλω επίσης να τον ευχαριστήσω για την πρόσκληση του, να συμβάλω και εγώ σχολιάζοντας τις ενότητες που αφορούν την μετανάστευση των Λημνιών προς την Αμερική και προς την Αυστραλία.
Η μετανάστευση όπως γνωρίζετε είναι τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο. Είναι φαινόμενο πολύπλοκο που εκδηλώνεται διαχρονικά και παγκόσμια, αποτελεί μια φυσιολογική, αναπόφευκτη και διαρκή διαδικασία και ασφαλώς είναι αντικείμενο ιστορικής και κοινωνιολογικής έρευνας. Οι αιτίες της μετανάστευσης είναι πολλές. Οι άνθρωποι μετανάστευαν, μεταναστεύουν και θα μεταναστεύουν αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Μεταναστεύουν για να αποφύγουν τους πιεστικούς παράγοντες της ζωής, μεταναστεύουν για οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς και πολιτιστικούς λόγους. Στη σημερινή εποχή, το πρόβλημα της μετανάστευσης όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζεται με αντιστραμμένους όρους σε σχέση με το παρελθόν. Δηλαδή η Ελλάδα από χώρα αποστολής μεταναστών άλλοτε, έγινε σήμερα χώρα υποδοχής. Μάλιστα ο μεγάλος αριθμός οικονομικών μεταναστών σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μας ξάφνιασε και μας ξένισε μ΄ αποτέλεσμα να παρουσιαστούν στην χώρα μας φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού. Η αποψινή μας εκδήλωση μας θυμίζει ότι εμείς για πολλές δεκαετίες αναζητούσαμε σ΄ άλλη γη, σ΄ άλλα μέρη, σ΄ άλλες πατρίδες συνθήκες καλύτερης διαβίωσης για λόγους και αιτίες που πολύ καλά σχολίασαν οι προηγούμενοι ομιλητές. Αγαπητοί φίλοι προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα σημειώθηκε σημαντική αλλαγή της Ελληνικής μετανάστευσης τόσο ως προς τους γεωγραφικούς προσανατολισμούς της, όσο και ως προς τα μεγέθη της. Και αυτό διότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών κατευθύνθηκε προς υπερπόντιους προορισμούς, προς την Αυστραλία και Αμερική, ιδιαίτερα δε προς τη Βόρεια Αμερική και συγκεκριμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ότι αφορά το πλήθος των μεταναστών, η αύξηση ήταν εκρηκτική. Πλέον οι μετανάστες δεν είναι μερικές χιλιάδες αλλά εκατοντάδες χιλιάδες.
Μόνο προς στις ΗΠΑ οι Έλληνες μετανάστες ξεπέρασαν τους 500.000 την περίοδο από το 1880-1940, κυρίως από το 1900 έως το 1920. Η ροή Ελλήνων μεταναστών περιορίστηκε το 1920 μέχρι το 1950 με την εφαρμογή ποσόστωσης μεταναστών από την κυβέρνηση των Η.Π.Α. Το 1950 παρατηρήθηκε μια δεύτερη περίοδος έξαρσης του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Αμερική έως το 1960.
Ας δούμε λοιπόν τη μετανάστευση των Λημνιών, σ΄ αυτούς τους δύο προορισμούς. Ας ξεκινήσουμε από την Αμερική μια που οι συμπατριώτες μας, που άπλωσαν τα φτερά τους προς τα εκεί, προηγήθηκαν χρονικά από αυτούς, που κατευθύνθηκαν στην Αυστραλία.


Μετανάστες αποβιβάζονται στην Αμερική



Αγαπητοί φίλοι ήταν καλοκαίρι του 2006 όταν πληροφορήθηκα ότι ο Δήμος Μύρινας οργανώνει εκδήλωση στον χώρο του Γυμνασίου Μύρινας αφιερωμένη στα 100 χρόνια του συλλόγου των Λημνίων της Ν Υόρκης ο «Ήφαιστος».
Εκατό χρόνια!! Μια δεύτερη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου…. Εκατό χρόνια πριν… μα τότε, το 1906, η Λήμνος ήταν κομμάτι της Τουρκικής Αυτοκρατορίας….. πώς και γιατί βρέθηκαν οι Λημνιοί στην Αμερική; Και ήταν τόσο πολλοί ώστε να ιδρύσουν και σύλλογο στην Ν Υόρκη;
Και μόνο στην Ν. Υόρκη; Στην υπόλοιπη Αμερική; Στα άλλα κράτη της Αμερικής;
Είναι πολύ δύσκολο να μελετήσουμε τη μετακίνηση των Λημνιών προς την Αμερική. Συνήθως όταν λέμε Αμερική εννοούμε τις ΗΠΑ, αλλά Αμερική δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, είναι 25 μεγάλα κράτη και 17 ακόμα νησιωτικά κρατίδια.
Και όπως λέει ο Παντελής Βούλγαρης:
«Δεν υπάρχει ξερότοπος στο Γκραν Κάνιον, στην παγωμένη άσπρη Αλάσκα, στα πυκνά δάση της Βραζιλίας, στα χαμόσπιτα της Αιθιοπίας, που δεν θα βρεις Έλληνα. Ατελείωτα ταξίδια ο Έλληνας …. Ταξίδια ανάγκης, ταξίδια ψυχής».
Πράγματι έτσι είναι, Έλληνες και Λημνιοί υπάρχουν παντού στην Αμερική και όχι μόνο, αλλά για την Αμερική θα μιλήσουμε τώρα.
Ο πληθυσμός Ελληνικής καταγωγής στην Αμερική σήμερα δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί. Μετά την απογραφή του 1980, η Στατιστική Υπηρεσία των Η.Π.Α. σταμάτησε να συμπεριλαμβάνει ερωτήσεις εθνικής καταγωγής στις απογραφές της. Η τελευταία αυτή απογραφή κατέγραψε 959.856 άτομα Ελληνικής καταγωγής με νόμιμη άδεια παραμονής.
Η αντίστοιχη τελευταία απογραφή του 1986,στο Καναδά κατέγραψε 177.315 άτομα Ελληνικής καταγωγής με νόμιμη άδεια παραμονής.
Η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού ανεβάζει τον αριθμό αυτό για τα άτομα Ελληνικής καταγωγής στα 3.000.000 για τις ΗΠΑ και τις 350.000 για τον Καναδά
Οι επίσημες απογραφές συνολικά στην Αμερική καταγράφουν 1.500.000 Έλληνες, αλλά η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού ανεβάζει τον αριθμό αυτό στις 3.500.000.
Παραθέτω απλώς τα επίσημα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, αναλυτικά για την Αμερική καθώς και για κάθε ήπειρο, για τα οποία θα μου επιτρέψετε να πω ότι μάλλον είναι υπερβολικά.

ΗΠΑ 3.000.000
ΚΑΝΑΔΑΣ 350.000
ΒΡΑΖΙΛΙΑ 25.000
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ 20.000
ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ 2.500
ΧΙΛΗ 1.000
ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ 1.000
ΜΕΞΙΚΟ 1.000
ΠΑΝΑΜΑΣ 800
ΜΠΑΧΑΜΕΣ 300
ΚΟΛΟΜΒΙΑ 200
ΠΕΡΟΥ 150
ΒΟΛΙΒΙΑ 100
ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ 80
ΚΟΥΒΑ 30
ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ 20
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ 20
ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ 20
ΣΥΝΟΛΟ 3.402.220

ΚΑΤΑΝΟΜΉ ΗΠΕΙΡΩΝ
ΑΜΕΡΙΚΗ 3.402.220
ΩΚΕΑΝΙΑ 710.000
ΑΣΙΑ 69.200
ΕΥΡΩΠΗ 1.286.740
ΑΦΡΙΚΗ 139.790
ΣΥΝΟΛΟ 5.607.950


Έλληνες ανθρακωρύχοι μετανάστες


Σ΄ ότι αφορά τους δικούς μας, τους Λημνιούς της Αμερικής, είναι διασκορπισμένοι παντού, σ΄ όλα τα κράτη. Θα συναντήσουμε μετανάστες από τη Φισίνη, το δικό μου χωριό, στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή (Παναγιώτης και Παλαιολόγος Καλαθάς), θα συναντήσουμε μετανάστες από το δικό σας χωριό την Ατσική, στο Anchorade στην Αλάσκα (Κωνσταντίνου Στήβεν).
Αλλά όταν μιλάμε για Λημνιούς στην Αμερική χωρίς αμφιβολία μιλάμε για τους ομογενείς των ΗΠΑ, της Ν. Υόρκης, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι. Η ιστορία της Λημνιακής παροικίας είναι συνδεδεμένη με την ιστορία του συλλόγου των Λημνιών στην Αμερική, του «Ήφαιστου».
Ας δούμε λοιπόν την ιστορία των Λημνιών της Αμερικής, με τη βοήθεια των αρχείων του συλλόγου και κείμενα των κ. Οδυσσέα Ρακατζή, παλιού προέδρου του «Ήφαιστου», και των κ.Βασιλείου Κεραμιδά και Γιώργου Κωνσταντίνου.
Η μετανάστευση των Λημνιών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησε το 1896, όταν λίγοι ναυτικοί ξεμπάρκαραν από τα πλοία και παρέμειναν εκεί κυρίως στην Ν Υόρκη.
Αυτή η μέθοδος πρέπει να ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους Έλληνες της εποχής εκείνης για να φτάσουν στην Αμερική. Το συνάντησα και σε μαρτυρίες-διηγήσεις μεταναστών στο 2ο Συνέδριο Αποδήμων Ευβοιέων το 2001.
(Λέει ο μπάρμπα Γιάννης «Έγινα ναυτικός με σκοπό να περάσω σε άλλη χώρα στην Αμερική ή στον Καναδά, όπου έπιανε το καράβι λιμάνι. Έτυχε το καράβι να πιάσει λιμάνι στην Νέα Υόρκη. Την κοπάνησα από το καράβι….Λαθρομετανάστης. Ήταν στο μυαλό μου να γίνω λαθρομετανάστης. Έφυγα από το καράβι να πιάσω μια δουλειά εκεί …»).
Γύρω στα 1900, πολλοί κάτοικοι της Λήμνου, εξ αιτίας ενός τουρκικού διατάγματος, το οποίο τους υποχρέωνε να υπηρετήσουν στον τουρκικό στρατό, εγκατέλειψαν το νησί τους κρυφά και κατέφυγαν στην κεντρική Ελλάδα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή αλλού, πληρώνοντας κατά μέσο όρο στους καπετάνιους που τους μετέφεραν κρυφά, μια χρυσή αγγλική λίρα.
Οι περισσότεροι που έφθασαν στις ΗΠΑ παρέμειναν στην πόλη της Νέας Υόρκης και διέμεναν παρέες - παρέες μαζί σε διαμερίσματα χωρίς έπιπλα και χωρίς θέρμανση και κοιμόταν στο πάτωμα, χρησιμοποιώντας βαριά παπλώματα από βαμβάκι ή μαλλί, που έφεραν μαζί τους από τη Λήμνο. Ήταν δύσκολα τα πρώτα χρόνια.
Στην αρχή πήγαν εκεί και αναζήτησαν την τύχη τους, άνδρες, χωρίς να συνοδεύονται από γυναίκες. Οι άνδρες βέβαια αργότερα ή και από την αρχή θέλουν γυναίκες και έρχονται στο μυαλό μας εικόνες από τις «Νύφες» την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, η οποία μαζί με άλλες δύο ταινίες «Γάμος αλά Ελληνικά» της Ν. Βαρντάλος και την «Αναπαράσταση» του Θ. Αγγελόπουλου, μας δίνουν εκπληκτικές εικόνες και πληροφορίες για την ελληνική μετανάστευση τον 19ο και 20ο αιώνα.
Για τους Λημνιούς αυτά ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, γιατί οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι και δεν γνώριζαν προφανώς την αγγλική γλώσσα. Έτσι, ανοργάνωτα όπως είχαν πάει, δυσκολευόταν να βρουν εργασία. Αυτοί που είχαν δουλειά υποστήριζαν όμως τους άλλους τους άνεργους. Αυτοί που έμειναν σπίτι, φρόντιζαν το σπίτι και έκαναν και περιορισμένο μαγείρεμα.
Για ψυχαγωγία, αντάλλασσαν ομαδικές επισκέψεις γιορτάζοντας τις ονομαστικές τους γιορτές. Μόνο «namedays» γιόρταζαν οι Λήμνιοι, «birthdays-γενέθλια» τότε δεν γνώριζαν.
Πολλοί Λημνιοί έμειναν στο Μανχάταν, ζούσαν στο Downtown τμήμα της πόλης, κυρίως κοντά στο Madison St, και στη West Midtown, εκεί όπου στο 228 και 230 της 30ης οδού, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συναντήσεις για την ίδρυση του «Ήφαιστου».
Αργότερα πολλοί διέμεναν στο Yorkville, κυρίως στην East 70th Street. Το κτίριο που βρίσκεται στο 400 της East 70 Street έγινε το κέντρο τους και το "γραφείο" του Συλλόγου.
Ο σύλλογος «Ήφαιστος» ιδρύθηκε το 1906. Οι ιδρυτές ήταν οι εξής:
Γιώργος Ακριβής, Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου, Γιάννης Κατακουζηνός, Αθανάσιος Χλέτσος, Επαμεινώνδας Χλέτσος, Χρήστος Δόβας, Βασίλειος Γιαννακούλης ή Ξάνθος, Αθανάσιος Κριαρής, Κωνσταντίνος Μακρής, Μαυρουδής Μαυρουδής, Αντωνίου Νέστορας, Παναγιώτης Παλίδης, Αριστείδης Παππάς, Γιάννης Παππάς, Αντώνιος Ψωμάς, Γιάννης Ψωμάς, Γιώργος Ριταρίδης, Βλάσιος Σουπιός και Κώστας Στάθης.
Στην αρχή η κοινότητα έκανε δεκτά ως μέλη της και εκείνους που προέρχονταν από άλλες Ελληνικής περιοχές κατεχόμενες ακόμα από τους Τούρκους, όπως ήταν τα Δωδεκάνησα. Τα Δωδεκάνησα ως γνωστόν απελευθερώθηκαν από τους Ιταλούς το 1947. Μέχρι τότε οι Δωδεκανήσιοι εκτός Ελλάδος χαρακτηρίζονταν ως Ιταλοί Ελληνικής καταγωγής.
Αυτό, σε συνδυασμό με την υποστήριξη που προσέφεραν ο ένας τον άλλον τα μέλη της αδελφότητας, όπως είπαμε και πιο πάνω, και η ενίσχυση των άπορων Λημνιών και όχι μόνο, κάνουν τον "Ήφαιστο" ένα πολύ ισχυρό οργανισμό που μάλιστα θα σημειώσει εξαιρετική πρόοδο με το πέρασμα των χρόνων και διατηρείται ισχυρός μέχρι σήμερα..
Ψάχνοντας αυτές τις μέρες (αρχές Μαΐου 2008) Λημνιούς στο εξωτερικό μίλησα με ένα μέλος της Λημνιακής κοινότητας στην Ν. Υόρκη, τον κ Βεκιαρέλη Δημήτρη
Σύμφωνα λοιπόν με τον κ Βεκιαρέλη, ο «Ήφαιστος» έχει επαφή σήμερα με περισσότερες από 420 οικογένειες Λημνιών στη Ν. Υόρκη. Μου είπε ακόμη ότι τέσσερις είναι οι πιο ισχυροί Ελληνικοί σύλλογοι σήμερα με παρουσία στο ΣΑΕ (το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού):
Η Ένωση Καστοριανών, Η ένωση Κρητών, η Ένωση Αρκάδων, και ο δικός μας ο Ήφαιστος
Μάλιστα σε λίγες μέρες την Κυριακή 18 Μαΐου θα έχουν μεγάλο Πασχαλινό γλέντι και υπολογίζουν ότι θα παρευρεθούν εκατοντάδες Λημνιοί και όχι μόνο.
Για την επιρροή που έχει ο σύλλογος των Λημνιών στη Ελληνική κοινότητα αρκεί να σας πω, ότι όπως γράφτηκε και στον τύπο, τα δυο μεγάλα ελληνικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έκαναν φέτος εκλογές στις ΗΠΑ, για την ανάδειξη των αντιπροσώπων τους, και τα δύο κόμματα έκαναν τις εκλογές τους στην Αίθουσα της Λημνιακής κοινότητας.
Ο πρώτος πρόεδρος του «Ηφαίστου» ήταν ο Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου, ο δεύτερος ήταν Γεώργιος Ακριβής και ο τρίτος ήταν ο Αθανάσιος Κριαρής.
Οι πρόεδροι του "Ήφαιστος" στη Νέα Υόρκη, από 1917 έως 1925 διαδοχικά, ήταν: Αντώνιος Κατακουζηνός, Χαράλαμπος Τριανταφύλλου, Ανδρέας Κατακουζηνός, Γαροφάλου Δημητρίου, Βασίλειος Καλαθάς, Χριστοφίδης Παναγιώτης και Ηλίας Κακαλής.
Τηλεφώνησα στο σπίτι του προέδρου του Ηφαίστου του κ. Χασάπη, δεν ήταν εκεί και συνομίλησα με την γυναίκα του Τυχαία λοιπόν πληροφορήθηκα, ότι είναι απόγονος του πρώτου προέδρου του Αλεξάνδρου, ο οποίος όπως μου είπε η κα Χασάπη, είχε καταγωγή από τα Λύχνα και από το δικό σας χωριό, την Ατσική, γι΄ αυτό και το αναφέρω.
Ενώ αρχικά η Λήμνιοι έμειναν όπως είπαμε κυρίως στη Νέα Υόρκη, αργότερα πήγαν και στις γειτονικές πολιτείες. Από 1917 έως 1925 έγιναν συνελεύσεις, εκδηλώσεις και Διοικητικά συμβούλια με πρωτοβουλία του "Ήφαιστου", σε πολλές πόλεις όπως Alliquipa, Ambridge, Pittsburgh, Φιλαδέλφεια και Woodlawn, Πενσυλβάνια, Newark, Paterson, Trenton , New Brunswick, New Jersey , Norwich, Connecticut.


Η επαφή και η βοήθεια των ομογενών προς τη Λήμνο
Έξι χρόνια αργότερα από την ίδρυση του Ηφαίστου, στις 8 Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Παύλου Κουντουριώτη απελευθέρωσε την Λήμνο από τους Τούρκους. Ο Ήφαιστος, ανταποκρίνεται στην έκκληση της Ελλάδας για οικονομική βοήθεια, και εκταμιεύει όλο το αποθεματικό του 650 αγγλικές λίρες στην Ελληνική κυβέρνηση. Υπάρχει βεβαίωση, για το ποσό αυτό υπογεγραμμένη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1912.
Ωστόσο, το μεγάλο αυτό, για την εποχή εκείνη, ποσόν, στην πραγματικότητα δεν το έλαβε ποτέ η Ελλάδα. Σύμφωνα με τα γραπτά του Βλάση Ρακατζή, τα χρήματα που είχαν κατατεθεί στη Νέα Υόρκη σε υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών, τελικά δεν εκταμιεύτηκαν.
Το 1921, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του κ. Τριανταφύλλου, ο «Ήφαιστος» ανακτά τα χρήματα από την Τράπεζα Αθηνών, μέσω μιας δικαστικής απόφασης. Όπως δεν υπήρχαν ιατρικές εγκαταστάσεις στη Λήμνο και ο Σύλλογος αποφάσισε να διαθέσει τα χρήματα για την κατασκευή ενός νοσοκομείου, αντί σχολείου που ήταν ή αρχική πρόταση.
Έγινε μεγάλη προσπάθεια προς το σκοπό αυτό. Όλοι εργάστηκαν πολύ σκληρά και ομαδικά για την σκοπό αυτό, ιδίως ο Πρόεδρος Ηλίας Κακαλής. Συγκεντρώθηκε το ποσό των 6.230$. Ο θεμέλιος λίθος του οικοδομήματος τοποθετήθηκε στις 17 Μαΐου 1928.
Το παλιό κτίριο του νοσοκομείου το γνωρίζουμε φαντάζομαι όλοι. Πρόκειται για ένα ωραίο χαρακτηριστικό κτίριο στη Μύρινα της Λήμνου, όπου στεγάζεται ένα από τα καλύτερα νοσοκομεία της αγροτικής Ελλάδος. Υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα πάνω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, που φέρει την επιγραφή στην Ελληνική:




Νοσοκομείο Λήμνου Ήφαιστος
Ανηγέρθη δαπάναις των εν Αμερική Λημνίων εν έτει 1940
Ήφαιστος Λημνιακή Αδελφότητα Ν Υόρκης Αμερικής

Μαρούλα Λημνιακή Αδελφότητα κυριών Ν Υόρκης Αμερικής
Ήφαιστος Λημνιακή Αδελφότητα Αυστραλίας


Η Μεγάλη οικονομική ύφεση του 1929 που έπληξε όλους, επηρέασε και τους συμπατριώτες μας και τον Ήφαιστο, καθώς αδρανοποιήθηκε από το 1936 έως 1940. Ωστόσο, η γερμανική κατοχή της Λήμνου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατέστησε απαραίτητη την αναδιοργάνωση της Λημνιακής κοινότητας και αυτό έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου 1941. Κάθε μέλος της πρόσφατα αναδιοργανωμένης Ένωσης εργάστηκε επιμελώς για το νέο στόχο της να βοηθήσουν την κατεχόμενη πατρίδα από τους Γερμανούς. Έγινε μεγάλη προσπάθεια και συγκεντρώθηκε το ποσό των 9.356$.
Σύντομα ανασυστάθηκαν τα ακόλουθα συμβούλια, παραρτήματα του «Ήφαιστου»: Newark, Paterson, New Brunswick και Trenton, New Jersey και Norwich, Connecticut.
Επίσης αναδιοργανώθηκε ο Λημνιακός σύλλογος στην Πενσυλβάνια, αλλά επέλεξαν να λειτουργούν ανεξάρτητα από τον Ήφαιστο.
Το 1944 οργανώθηκε επικουρικά ο σύλλογος κυριών η "Μαρούλα", με πρώτη πρόεδρο την κα Ελένη Κοτούκη. Τα παραρτήματα και η "Μαρούλα" βοήθησαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και την πρόοδο της κοινότητας.
Οι πρόεδροι του «Ήφαιστου» στην δεύτερη αυτή περίοδο ήταν:
Ευάγγελος Σπυριδέλης 1941-1942 και 1969-1970, Γιώργος Χαραμής 1943-1945, 1948-1949 και 1961-1962, 1946-1947 Διονύσιος Σκοπελίτης, Νικόλας Μπάμπορας 1950, Κομνηνός Καφές 1951-1952, Οδυσσέας Ραγκατζής 1953-1954, Γιώργος Βρίκος 1955 και 1965-1968, Σπύρος Σουπιός 1956-1960 και 1963-1964.
Οι πρόεδροι του σύλλογου κυριών "Μαρούλα" ήταν διαδοχικά:
Ελένη Κοτούκη, Σοφία Α. Χριστοφίδου, Μαρία Καρασάββα, Φωτεινή Τσαντήλα, Αθανασία Χαραμή, Ιφιγένεια Καγκαλή, Μαίρη Παπαγγέλου, Πηνελόπη Γρηγορέλλη (Αρχοντίδου), Αργυρώ Στήβενς, Βαρβάρα Κανδή, Ζωή Μαυρέλλη, Μαρίκα Μακρή, Άγνες Μπαμπούκη.
Όταν η Λήμνος απελευθερώθηκε το 1944, οι Λήμνιοι από την Αμερική και απ΄ όπου αλλού βρίσκονταν προσπάθησαν να βοηθήσουν τους συγγενείς τους εκεί, στέλνοντας τους χρήματα, τρόφιμα και ρουχισμό. Αποδείχθηκε, ανεφάρμοστο και αδύνατο να γίνει αυτό συλλογικά.
Για το λόγο αυτό, ο «Ήφαιστος» αποφάσισε να βοηθήσει τους ανθρώπους στη Λήμνο με άλλο τρόπο. Στέλνοντας χρήματα, φάρμακα και νοσοκομειακό εξοπλισμό για τις ανάγκες του νοσοκομείου. Σύστησαν τότε ένα ειδικό ταμείο στην κοινότητα τους για τα επόμενα 10 χρόνια μέχρι το 1954.
Την εποχή αυτή διοργάνωσαν διάφορες εκδηλώσεις Οι χοροί και οι χοροεσπερίδες που οργάνωνε ο «Ήφαιστος» ήταν μεγάλο γεγονός.
Δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν καταχωρήσεις σε περιοδικά με τους χορούς και τις χοροεσπερίδες που δόθηκαν από το Σωματείο, πριν από 1941. Από το 1941 όμως, υπάρχουν στα περιοδικά της Ν Υόρκης καταχωρήσεις, για τις περισσότερες εκδηλώσεις τους, τους χορούς και τις χοροεσπερίδες, οι οποίες έφεραν σημαντικό εισόδημα για την κοινότητα.
Αρχικά, οι περισσότεροι από τους χορούς και τις χοροεσπερίδες που οργανώθηκαν από τον "Ήφαιστο" πραγματοποιήθηκαν στο Palm Garden Ballroom στο Μανχάταν. Από το 1941 έως το 1972 έγιναν κυρίως στο Manhattan Center καθώς και σε διάφορα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης. Από το 1972 πραγματοποιήθηκαν στη μεγάλη αίθουσα χορού της Crystal Palace στο Astoria, Long Island, γνωστή Ελληνική περιοχή.
Τα διάφορα picnics, ειδικά πριν από 1941, πραγματοποιήθηκαν στο πάρκο Αρμονία, στο Staten Island.
Μερικά από τα επιτεύγματα του "Ήφαιστου", από την αναδιοργάνωση του το 1941 είναι:
1. Ίδρυσαν ειδικό ταμείο το 1946 για το Νοσοκομείο της Λήμνου. Οι πιο γενναιόδωροι δωρητές σε αυτό ήταν ο κ. Χαράλαμπος Α. Παραθυράς 10.000 $ και ο κ. Θεόδωρος Γ. Παπάς με 1000 $. Και οι δύο ήταν από τον Κοντιά της Λήμνου.
2. Αγόρασαν για το Νοσοκομείο της Λήμνου χειρουργικά εργαλεία, μια ηλεκτρική γεννήτρια, εξοπλισμό για το μαιευτήριο, εξοπλισμό για την πτέρυγα επιτόκων και άλλα.
3. Συνέβαλαν γενναιόδωρα στις συμπληρωματικές αμοιβές των κακοπληρωμένων γιατρών του Νοσοκομείου της Λήμνου.
4. Το γυναικείο τμήμα "Μαρούλα", ανεξάρτητα, αγόρασε και έστειλε ένα ασθενοφόρο και μια λάμπα χειρουργείου στο Νοσοκομείο της Λήμνου. Επίσης στρεπτομυκίνη και άλλα φάρμακα απαραίτητα τότε, για αρρώστους στη Λήμνο και αλλού στην Ελλάδα.
5. Ο "Ήφαιστος" ανακαίνισε επίσης το κτίριο της Μητρόπολης στην Μύρινα.

Καθώς τα χρόνια πέρασαν και τα μέλη της κοινότητα της μεγάλωσαν ηλικιακά, ο ενεργός αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά. Το 1968, φοβούμενοι διάλυση, τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων κεφαλαίων του «Ήφαιστου» στις διάφορες Κοινότητες στην Λήμνο για τις σχολικές τους ανάγκες.
Καταρτίστηκαν 32 διαφορετικές καταστάσεις και το ποσό των 39.040 $ μοιράστηκε ισόρροπα μεταξύ τους. Τα χρήματα κατατέθηκαν τελικά στο Atlantic Bank of New York. Ορισμένες κοινότητες πήραν τα χρήματα, άλλες όχι.

Τρίτη περίοδος

Δύο χρόνια μετά την διάλυση, ο πρώην Γραμματέας του "Ήφαιστος" Γιώργος Κωνσταντίνου πήρε την πρωτοβουλία να αναζωογονήσει την κοινότητα. Μαζί με μια ομάδα νέων μεταναστών από τη Λήμνο και με κάποιους από τους μεγαλύτερους σε ηλικία , που ανέλαβαν τότε, έκαναν την κοινότητα πάλι ενεργή. Αυτοί οι νέοι μετανάστες από τη Λήμνο ήταν πολύ πιο μορφωμένοι από τους προκατόχους τους, ήταν νέοι, δραστήριοι, με επιτυχημένες επιχειρήσεις και οδήγησαν τον "Ήφαιστο" από τότε μέχρι σήμερα σε μια τρίτη επιτυχή περίοδο δραστηριοποίησης της Λημνιακής παροικίας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της τελευταίας περιόδου πραγματοποιήθηκαν από το σωματείο οι ακόλουθες δαπάνες - ευεργετήματα :
1. Το 1969, είχαν αποσταλεί 2.000$ για τα θύματα του σεισμού στη Λήμνου και στο γειτονικό νησάκι του Αγίου Ευστρατίου.
2. 1.500$ εστάλησαν για τις επισκευές κτιρίων στο Μούδρο, της Λήμνου, που χρησίμευσαν ως αίθουσες διδασκαλίας για το νεοσύστατο Γυμνάσιο.
3. 3.000$ δωρήθηκαν για τα θύματα της Κύπρου.
4. 1.000$ δόθηκαν στο Ταμείο προστασίας της ΑΧΕΠΑ κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Επιπλέον, 2000$ δαπανήθηκαν σε διαμαρτυρίες για την τουρκική εισβολή και τις τουρκικές κινήσεις στο Αιγαίο.
5. 10.000$ δόθηκαν για την κατασκευή του νέου γυμνασίου στο Μούδρο
6. 11.000$ δωρήθηκαν προς την κατεύθυνση της συγκρότησης του Πολεμικού Ναυτικού για την υπεράσπιση των νησιών του Αιγαίου Πελάγους
Αυτή είναι η ιστορία του «Ήφαιστου» πολύ - πολύ περιληπτικά. Αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας των ανθρώπων που ταξίδευαν μέρες από το νησί μας προς ένα άγνωστο μέρος αναζητώντας μια καινούργια ζωή για να ζήσουν σαν άνθρωποι.
Εγώ και εσείς, κάθε καλοκαίρι, οι περισσότεροι πηγαίνουμε από το Λαύριο στη Λήμνο. Το ταξίδι μας για τη Λήμνο, διαρκεί 10-12 ώρες . Ταλαιπωρούμαστε ταξιδεύοντας με τα γνωστά παλιοκάραβα και με το δίκιο μας διαμαρτυρόμαστε. Σκεφτείτε τους μετανάστες εκείνης της εποχής. Έφευγαν από τη Λήμνο και ταξίδευαν προς ένα άγνωστο τόπο για μέρες, για βδομάδες ολόκληρες.
Ο παππούς μου ο Καραγιάννης ο Αντώνης ήρθε το 1911 στη Σκανδάλη της Λήμνου από τη Μικρά Ασία, παντρεύτηκε στη Φισίνη και αργότερα το 1929 έφυγε από την Λήμνο και πήγε στον Πειραιά. Από εκεί στη Μασσαλία της Γαλλίας και από εκεί ταξίδεψε μέρες στοιβαγμένος με άλλους Ευρωπαίους μετανάστες για να φτάσει τελικά στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή. Μετά από ένα χρόνο έφτασαν εκεί στην Αργεντινή από τη Φισίνη η γιαγιά μου και τα τρία αδέλφια της. Το 1939 και ενώ η γιαγιά μου με τον πατέρα μου είχαν επιστρέψει προσωρινά στη Λήμνο, ο παππούς σκοτώθηκε σε μια διαμάχη στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή και οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να φύγουν, δύο από αυτούς στην Ν. Υόρκη και ο τρίτος επέστρεψε στα Καμίνια όπου οι Καμινιώτες τον αποκαλούσαν ο Αργεντίνος. Η κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησαν εμπόδισαν τον πατέρα μου και την μητέρα του να επιστρέψουν στο σπίτι τους στην Αργεντινή. Δεν επέστρεψαν ποτέ, έμειναν για πάντα στη Λήμνο.
Αγαπητοί φίλοι, παρόμοιες ιστορίες, φαντάζομαι οι περισσότεροι εδώ μέσα θα μπορούν να μας πουν για τους δικούς τους συγγενείς, για δικούς τους ανθρώπους. Και να λέμε για μέρες. Να λέμε για τους Λημνιούς από το Ρωμανού που βρίσκονται στη Βραζιλία (Ψωμάρας Τηλέμαχος ) ή για Λημνιούς από το Ρεπανίδι που είναι στη Βενεζουέλα (οικογένεια Κακαλάνου), στον Καναδά, κλπ.
Να λέμε ιστορίες για τις συνθήκες διαβίωσης στη Λήμνο, που τους ανάγκασαν να φύγουν, να λέμε για τις άθλιες συνθήκες του ταξιδιού τους στα υπερωκεάνια των ελληνικών και ξένων ατμοπλοϊκών εταιριών, για τις δύσκολες συνθήκες που συνάντησαν οι περισσότεροι από αυτούς και κυρίως οι πρώτοι που έφθασαν εκεί, να λέμε για το πώς δραστηριοποιήθηκαν και για το πως πολλοί από αυτούς έγιναν οικονομικά ισχυροί. Θα αναφερθώ για όλα αυτά αργότερα, μιλώντας για την μετανάστευση προς την Αυστραλία
Θα κλείσω την ενότητα της μετανάστευσης προς την Αμερική με την ιστορία των Λημνιών μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στο Staten Island ένα νησί κοντά στη Ν. Υόρκη, μια ιστορία που νομίζω παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Το Staten Island ήταν τότε ένα νησί γεωργικών εκμεταλλεύσεων που στην αρχή ανήκε κυρίως σε Γερμανούς. Το νησί βρίσκεται κοντά στην Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη που η μεταφορά ευπαθών γεωργικών προϊόντων από άλλα μέρη της χώρας προς την μεγάλη αγορά της Ν. Υόρκης δεν ήταν ανεπτυγμένη, το Staten Island ήταν ιδανικό για καλλιέργεια λαχανικών.
Οι συμπατριώτες μας λοιπόν που έφθασαν εκεί, αφού εργάστηκαν σε διάφορες δουλειές, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την γεωργική εμπειρία, που είχαν από την πατρίδα τους τη Λήμνο.
Ο πρώτος Λημνιός που λειτουργησε αγρόκτημα στο Staten Island ήταν ο Steven Αναγνώστης, από το Κοντοπούλι, το 1903. Λίγα χρόνια αργότερα απασχόλησε στις δουλειές του και τους Αντώνιο και Πέτρο Χραμπάνη από το Καρπάσι, το γειτονικό χωριό της Ατσικής και στη συνέχεια τον αδελφό του, Βασίλη. Τελικά μαζί με το Θωμά Μέρμηγκα, από Πορπούλι και με άλλους 5-10 Λημνιούς εκμεταλλεύτηκαν τη γεωργική εμπειρία τους από τη Λήμνο και πήραν στην κατοχή τους σχεδόν όλη την παραγωγή λαχανικών του νησιού όπως τεύτλα, λάχανα, καρότα, κουνουπίδια, σέλινα, καλαμπόκι , πράσα, μαρούλια, chicory, μαϊντανό, ραπάνια, ραδίκια, σπανάκι κρεμμύδια. φασόλια, βαμβάκι, σιτάρι αλλά και λαχανικά που δεν είναι γνωστά σε μας όπως αναλυτικά αναφέρει σε κείμενό του ο κ. Jack Αναγνώστης.
Ο ίδιος αναφέρει ονόματα και άλλων Λημνιών που ήλθαν τότε στην περιοχή αυτή, όπως: Κονσταντέλης Γκας, Γεώργιος και William Παραμύθης από το Κοντοπούλι, Εμμανουήλ και Ιωάννης Κριαρής και Αντώνιος Ψωμάς από Λύχνα,
Dorgas Ευάγγελος από Ανδρώνι, Ιορδάνης Τσουρέκιας από το Λιβαδοχώρι.
Από άλλα χωριά ήταν ο Στρατής Μπαξαβάνης, Θωμάς Πολυχρόνης , και Gus Τολόμπος.
Αργότερα νέοι Λημνιοί μετανάστες πάνε κατευθείαν να εργαστούν για αυτούς. Για παράδειγμα, ο Θωμάς Μάρκος άρχισε να εργάζεται για τον Βασίλη Αναγνώστη από την ημέρα που έφθασε το 1910, και ο Ιορδάνης Τσουρέκιας, από το 1911. Μετά την άφιξή του το 1918 περίπου, ο Γιώργος Παραμύθης άρχισε να εργάζεται για τον Αντώνιο Ψωμά. Οι εργαζόμενοι αυτοί αργότερα άρχισε να λειτουργούν δικές τους γεωργικές εκμεταλλεύσεις.
Οι εργάτες που απασχολούνται από τους Λημνιούς αγρότες αμείβονταν καλά και επιπλέον είχαν δωρεάν δωμάτιο. Έτσι, είχαν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν μέρος από τις απολαβές τους και να στείλουν ένα βοήθημα στους συγγενείς τους στη Λήμνο.
Σταδιακά απόκτησαν τεράστια οικονομική δύναμη και μετέφεραν με δικά τους σκάφη τα προϊόντα τους στη Νέα Υόρκη. Έκτισαν την πρώτη ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και τα πρώτα Ελληνικά σχολεία εκεί στο Staten Island, μια που όπως αναφέρει ο Jack Αναγνώστης είχαν πολλά παιδιά έως και δέκα παιδιά κάθε οικογένεια. Πιθανότατα δε, διοργάνωσαν πρώτοι το Ελληνικό φεστιβάλ που για χρόνια γίνεται εκεί, και σήμερα χρηματοδοτείται από πολλές εκκλησιαστικές κοινότητες.
Τελειώνοντας να πω ότι σήμερα βέβαια ένα νησί κοντά στη Ν, Υόρκη δεν θα μπορούσε να είναι αγροτικό. Τα περισσότερα κτήματα έχουν πουληθεί σε εργολαβικές εταιρίες real estate, και έχουν κατασκευαστεί λεωφόροι, ουρανοξύστες, εμπορικά κέντρα, σχολεία, κλπ.


Β) Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Ας ερευνήσουμε στη συνέχεια το δεύτερο υπερπόντιο προορισμό της Ελληνικής και Λημνιακής μετανάστευσης, τον τελευταίο προορισμό των Ελλήνων, τη μακρινή Αυστραλία.
Ας θυμηθούμε ότι η Αυστραλία έγινε γνωστή στους Ευρωπαίους, τελευταία απ΄ όλες τις ηπείρους, στα τέλη του 18ου αιώνα. Αποτελεί τμήμα της Αγγλικής κοινοπολιτείας από το 1788 όταν ο Κυβερνήτης Άρθουρ Φίλιπ ύψωσε την σημαία της Αγγλίας. Από τότε άρχισε ο αποικισμός της μακρινής αυτής χώρας κυρίως από τους Άγγλους.
Τα στοιχεία που έχουμε για την μετανάστευση των Ελλήνων προέρχονται κυρίως από τα κείμενα του καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, κ. Μιχάλη Τσούνη, και από κείμενα του πρέσβη της Αυστραλίας στην Ελλάδα κ. Hugh Gilchrist, ο οποίος εργάστηκε μεθοδικά επί δεκαετίες ερευνώντας τη μετανάστευση των Ελλήνων. Ακόμη έχουμε στοιχεία από τον ομογενειακό τύπο της Αυστραλίας και φυσικά από μαρτυρίες ομογενών και τα αρχεία των ελληνικών οργανώσεων εκεί.
Σύμφωνα με τον ιστορικό, Μιχάλη Τσούνη, μπορούμε να χωρίσουμε την ελληνική παρουσία στην Αυστραλία, σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι μέχρι το 1900, το δεύτερο από το 1900 μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το τρίτο στάδιο καλύπτει την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης προς την Αυστραλία 1950 -1974 και το τέταρτο αφορά την περίοδο από το 1975 μέχρι σήμερα, με τους Έλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς που έχουν γεννηθεί στην Αυστραλία, να υπερτερούν των πρώτων μεταναστών.

Πρώτη περίοδος μετανάστευσης
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι, που αποίκισαν την Αυστραλία ήταν βαρυποινίτες, οι οποίοι εξορίστηκαν από τις βρετανικές αρχές στη μακρινή ήπειρο γλιτώνοντας τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Έτσι, και οι πρώτοι Έλληνες που αποίκισαν την Αυστραλία ήταν βαρυποινίτες, εξόριστοι από τις βρετανικές αρχές.
Οι πρώτοι επίσημα καταγεγραμμένοι Έλληνες, που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία, ήταν 7 Υδραίοι ναυτικοί, τους οποίους οι Άγγλοι είχαν κατηγορήσει και καταδικάσει για «πειρατεία».
Σύμφωνα, με τον Hugh Gilchrist, ο οποίος έχει ερευνήσει διεξοδικά την υπόθεση της άφιξης αυτών των πρώτων Ελλήνων στην Αυστραλία, τον Ιούλιο του 1827 το υδραίικο σκάφος «Ηρακλής», με εννεαμελές πλήρωμα, σταμάτησε το αγγλικό πλοίο «Alceste», που κατευθυνόταν στην Αλεξάνδρεια και αφαίρεσε μέρος του φορτίου του.
Δυο μέρες αργότερα όμως, κοντά στην Κρήτη, το «Ηρακλής» καταδιώχτηκε από άλλο αγγλικό πλοίο το πολεμικό Gannet. Το πλήρωμα του Ηρακλής αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Μάλτα, που τότε ήταν υπό αγγλική κυριαρχία. Εκεί παραπέμφθηκαν σε δικαστήριο, του οποίου πρόεδρος ήταν ο Gordington, ο γνωστός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, ναύαρχος του αγγλικού στόλου. Στη δίκη αυτή οι Έλληνες ναυτικοί υποστήριξαν ότι επιτέθηκαν στο «Alceste», επειδή μετέφερε εφόδια για τους Τούρκους που ήσαν εχθροί τους. Τελικά, επτά μέλη του πλήρωματος καταδικάστηκαν σε θάνατο και δύο αθωώθηκαν. Καταδικάστηκαν ο πλοίαρχος Αντώνης Μανόλης από την Αθήνα και οι Δαμιανός Νινής, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Βασιλάκης, Κωνσταντίνος Στρουμπούλης, Νικόλαος Παπανδρέου και Γεώργιος Λαρίτσος από την Ύδρα.
Μετά από παρασκηνιακές διαδικασίες αμφισβήτησης του αποτελέσματος της δίκης, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές εξορίας στην Αυστραλία. Έτσι, οι Έλληνες κατάδικοι, έφτασαν στο Σύδνεϋ στις 28 Αυγούστου 1829.
Το 1834, μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, και κατόπιν ενεργειών των Υδραίων συγγενών τους, κινήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό των επτά.. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης. Τελικά πήραν χάρη και οι πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο πλοίαρχος του πλοίου Αντώνης Μανόλης και ο Γκίκας Βούλγαρης παρέμειναν στην Αυστραλία ως ελεύθεροι άποικοι.
Για τον Αντώνη Μανώλη δεν είναι γνωστό παρά μόνο ότι εργάστηκε ως κηπουρός και πέθανε το 1880. Ο Βούλγαρης, είχε καλύτερη τύχη. Άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ, παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και έκανε δέκα παιδιά και 52 εγγόνια, στους οποίους άφησε μια μικρή περιουσία. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, όμως έχουν ενταχθεί στην Ιρλανδική καθολική κοινότητα.
Εκτός από αυτή την επίσημη καταγραφή, έχουμε δημοσίευμα της εφημερίδας The Gold Coast Bulletin που αναφέρεται στην μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας, ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το πόδι του σε αυστραλιανό έδαφος ήταν ο Γιώργος Πάπας το 1814. Ο Πάπας, όπως αναφέρεται ήταν μέλος του πληρώματος βρετανικού πλοίου εποικισμού, και σε κάποιο από τα ταξίδια του στην Αυστραλία, εγκατέλειψε το πλοίο του, παντρεύτηκε μία ιθαγενή (Αβορίγινα) και εγκαταστάθηκε στο Σύδνεϋ.
Η πρώτη Ελληνίδα μετανάστρια ήταν η Αικατερίνη Πλέσσου, έφθασε στην Αυστραλία το 1835 ως σύζυγος ενός αξιωματικού του Αγγλικού στρατού, του διοικητή Crummer, αποσπασμένου στην Νέα Νότια Ουαλία. Πέθανε στο Σύδνεϋ το 1908, αφήνοντας εννιά παιδιά. Η Αικατερίνη Πλέσσου όπως και ο Βούλγαρης, δεν διατήρησε σχέσεις με την Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη με πολλούς από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες που αγγλοποίησαν τα ονόματά τους και σιγά-σιγά χάθηκαν τα ίχνη τους.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχαν φθάσει στην Αυστραλία και άλλοι Έλληνες λίγο νωρίτερα από αυτούς. Κι αυτό γιατί είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι εκείνη την εποχή σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της Μεσογείου υπήρχαν σημαντικές ελληνικές παροικίες και αρκετοί Έλληνες εργάζονταν στα πληρώματα διαφόρων πλοίων, συμπεριλαμβανομένων και αγγλικών. Είναι πιθανό, λοιπόν, κάποιοι να αφίχθηκαν στην Αυστραλία και να έμειναν για ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα. Οι Έλληνες αυτοί προέρχονταν κυρίως από νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Οι διαθέσιμες πηγές για τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία είναι σχετικά λιγοστές. Σχετικά μικρός ήταν άλλωστε κι ο αριθμός τους. Σύμφωνα με αυστραλιανές στατιστικές της εποχής, το 1901 υπήρχαν στην Αυστραλία 997 Έλληνες μόνο.
Όμως, οι στατιστικές αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται ακριβείς, για τους εξής λόγους:
α) Οι Έλληνες τότε έπρεπε να δηλώνουν και τον τόπο γέννησής τους, που συχνά δεν βρισκόταν στα όρια της τότε ελλαδικής επικράτειας. Οι Κρητικοί, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί οι Δωδεκανήσιοι οι Λημνιοί και άλλοι δεν θεωρούνταν Έλληνες, μέχρι την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους.
β) Πολλοί έμειναν εκεί παράνομα ξεμπαρκάροντας από τα πλοία στα οποία εργάζονταν ως ναύτες.
Ο Μιχάλης Τσούνης, βασιζόμενος σε πηγές της εποχής, υπολογίζει τον πραγματικό αριθμό των Ελλήνων της Αυστραλίας εκείνης της εποχής κατά 100-200 άτομα παραπάνω από τον «επίσημο αριθμό».

Δεύτερη περίοδος μετανάστευσης 1900-1950
Η περίοδος αυτή ίσως είναι η πιο ταραγμένη περίοδος της Ευρώπης. Έχουμε τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και στην Ελλάδα έχουμε δυστυχώς και τον εμφύλιο σπαραγμό. Είναι η εποχή της μεγάλης μετανάστευσης των Ευρωπαίων προς τις νέες χώρες Αμερική και Αυστραλία.
Ο αριθμός των Ελλήνων στην Αυστραλία είναι μικρός και μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν ξεπέρασε τους 4.000. Οι λίγοι αυτοί μετανάστες είχαν να αντιμετωπίσουν μαζί με άλλα πολλά προβλήματα και την εχθρότητα της αγγλοσαξονικής πλειοψηφίας. Η επίσημη πολιτική της "λευκής Αυστραλίας", από το 1901 μέχρι το1920, είχε σαν αποτέλεσμα την αντιμετώπιση των συμπατριωτών μας ως μεταναστών δεύτερης κατηγορίας. Η κατάταξή τους στους "λευκούς αλλοδαπούς" (white aliens), κατηγορία που περιλάμβανε επίσης τους Ιταλούς, τους Γιουγκοσλάβους, και άλλους Ανατολικοευρωπαίους, είχε άμεσες επιπτώσεις στην αντιμετώπισή τους από τη "λευκή" αυστραλιανή κοινωνία. Οι συμπατριώτες μας ήταν αντιμέτωποι με το ρατσισμό της τελευταίας, που τους ονόμαζε "dagoes" ("βρομιάρηδες μελαψούς").
Το 1916 τα πράγματα χειροτέρεψαν οι αυστραλιανές αρχές διέταξαν μίαν άκρως απόρρητη απογραφή μόνο για τους Έλληνες που ζούσαν στη χώρα. Η ειδική αυτή απογραφή καταμέτρησε μόλις 2.398 Έλληνες σε όλη την Αυστραλία, με το όνομα, τη διεύθυνση και την επαγγελματική τους ιδιότητα. Γιατί συνέβη όμως αυτό;
Ας σκεφτούμε λίγο την ιστορία της Ευρώπης. Ήταν η εποχή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου (1914-1918) Ο πόλεμος είχε διαιρέσει την Ευρώπη σε δυο στρατόπεδα: Από την μια οι Κεντρικές δυνάμεις ή διπλή συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία) και από την άλλη η Αντάντ (Αγγλία Γαλλία, Ρωσία και τελευταία και η Ιταλία )
Στην Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συμπαθούσε τους Γερμανούς και έτσι οι Έλληνες μετανάστες απανταχού της Κοινοπολιτείας μετατράπηκαν αμέσως σε "εσωτερικό εχθρό" Η απογραφή λοιπόν έγινε για το ενδεχόμενο που η Ελλάδα θα προσχωρούσε στο αντίπαλο φιλογερμανικό στρατόπεδο.
Το 1915-1916 μάλιστα έχουμε διάφορες περιπτώσεις βιαιοπραγιών εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους στο Σύδνεϋ, στο Πέρθ, στο Μπρισμπέιν, στο Κάλγκουρλι, και το Μπάουλντερ.
Διαβάζουμε στον «ιό» της Ελευθεροτυπίας μεταξύ άλλων
- τον Ιούλιο του 1915, περίπου 200 άτομα, καθοδηγούμενα από μια "ομάδα κρούσης" 60 στρατιωτών καταστρέφουν ελληνικό καφενείο στο Μπρισμπέιν, τραυματίζοντας σοβαρά μια σερβιτόρα.
- το Νοέμβριο του 1915, ένταση επικρατεί στο Σύδνεϋ ύστερα από τη διασπορά μιας ψευδούς φήμης ότι έλληνας υπάλληλος ιταλικού μανάβικου δολοφόνησε αδειούχο φαντάρο. Το μανάβικο γίνεται βίδες από τον εξαγριωμένο όχλο. Ακολουθεί λιθοβολισμός της Διεθνούς Λέσχης από 300 στρατιώτες, με συνδρομή κάπου 1000 πολιτών.
- στις 13 Δεκεμβρίου 1915, πάντα στο Σύδνεϋ και με αφορμή την ίδια διάδοση, περίπου 300 στρατιώτες σε σχηματισμό μάχης αρχίζουν να καταστρέφουν συστηματικά τα ελληνικά μαγαζιά του κέντρου της πόλης. Στις βιαιότητες παίρνουν μέρος κι εκατοντάδες νεαροί πολίτες, με αποτέλεσμα ο όχλος να φτάσει τις 4000. ……………………
- στις 27 Οκτωβρίου 1916, εκατοντάδες πολίτες με τη βρετανική σημαία μπροστά, λεηλατούν τα ελληνικά καταστήματα του Περθ.
- στις 9 Δεκεμβρίου 1916, λεηλατούν και πυρπολούν τα ελληνικά καταστήματα του Κάλγκουρλι. Αντίστοιχες σκηνές διαδραματίζονται μέσα στο διήμερο και στο γειτονικό Μπάουλντερ.
- Συνολικά, 21 ελληνικά μαγαζιά τέθηκαν εκτός μάχης, με ενεργό συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού. ……………………….

Στο τέλος του 1916, σύμφωνα με τον Gilchrist, απόρρητο βρετανικό τηλεγράφημα συνιστούσε στην αυστραλιανή κυβέρνηση, σε περίπτωση που η Ελλάδα εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Βρετανία, να μη μεταχειριστεί ως εχθρούς τους οπαδούς του Βενιζέλου, αλλά μόνο τους οπαδούς του Κωνσταντίνου. Μάλιστα στους Έλληνες και τους Μαλτέζους απαγορεύθηκε η είσοδος στην Αυστραλία από το 1916 έως το 1920.
Αργότερα το 1924 με νόμο, ο ανώτατος αριθμός Ελλήνων, Αλβανών και Γιουγκοσλάβων μεταναστών που μπορούσαν να γίνουν δεκτοί στην Αυστραλία ορίστηκε σε 100 το μήνα για την κάθε "φυλή".
Η μεγάλη κρίση του 1929-1932 δυσκόλεψε πολύ τη ζωή για τους Έλληνες και τους άλλους μετανάστες. Αφού όπως συμβαίνει συνήθως σε περιόδους οικονομικής κρίσης είχαμε έξαρση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Διαβάζουμε στον «ιό» της Ελευθεροτυπίας
Ο υφυπουργός Προεδρίας του Κουίσλαντ, Τόμας Άρθουρ Φέρι είναι σαφής. Γράφει τον Ιούνιο του 1925: "Οι Έλληνες της βόρειας Κουϊσλάνδης είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς εποίκους. Ζουν στις πόλεις κι επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια αυτής της χώρας. Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία ………….. Κατά μέσο όρο, το βιοτικό επίπεδό τους είναι χαμηλότερο απ' ό,τι των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά, αυτός ο τύπος μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίσταται, και θα ήταν προς όφελος της Πολιτείας αν η είσοδός του απαγορευόταν ".
Υπήρχαν βέβαια και αντίθετες φωνές. Σε επιστολή που έστειλε το 1916 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Σύδνεϋ Samuel Coen προς τον πρωθυπουργό της χώρας, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τις επιθέσεις κατά των Ελλήνων μεταναστών αναφέρει: "Παρόλο που ξέρω πως η ατυχής κατάσταση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει πολλούς ανάμεσά μας, μπορώ να σας διαβεβαιώσω από τις προσωπικές επαφές που είχα με τους Έλληνες σε τούτη την Πολιτεία, αλλά και από ότι πληροφορούμαι για άλλες, ότι μολονότι κάποιοι είναι αναμφισβήτητα βασιλικοί, η πλειονότητά τους, όπως προκύπτει και από τα πιστοποιητικά που εκδίδω από καιρού εις καιρόν, προέρχονται από τα νησιά και είναι φανατικοί Βενιζελικοί. Επίσης, γεγονός ακόμη σημαντικότερο, είναι εξαιρετικά πιστοί στο κράτος μας και σαφώς αγγλόφιλοι" (Gilchrist, τ. Α΄, σ. 25-26).
Την αίσθηση αυτή του ρατσισμού και τις απόρριψης, νοιώθουν και οι συμπατριώτες μας πολλές φορές μέχρι σήμερα. Λέει ο Πωλ Λασπατζής « Στην Αυστραλία γεννήθηκα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Παρότι όμως μεγάλωσα και ανδρώθηκα στην Αυστραλία πότε δεν ένιωσα ότι ανήκω σ’ αυτή. Πιστεύω όπως και τόσοι μη αγγλοσάξονες καλλιτέχνες , ότι με είδαν με μια προκατάληψη που με πάγωσε. Αυτός είναι και ο λόγος που ποτέ δε σταμάτησα να γυρίζω πίσω στον Κοντιά». Ο Πωλ Λασπατζής, είναι γνωστός ομογενής ζωγράφος της Μελβούρνης που κατάγεται από Λήμνο και έργα του θα συναντήσουμε στην πινακοθήκη του Κοντιά.
Να δούμε σ΄ αυτό το σημείο την παρουσία των Λημνιών στην Αυστραλία, αυτή την περίοδο.
Η Αυστραλία έγινε ιδιαίτερα γνωστή στους Λημνιούς, το 1915 με την μάχη της Καλλίπολης. Η Ελλάδα τότε αν και ουδέτερη, παραχώρησε τη Λήμνο στους συμμάχους και χιλιάδες στρατιώτες στρατοπέδευσαν στην Λήμνο. Εκείνη την εποχή η Λήμνος έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της ιστορίας της. «110.000 κατοίκους» όπως γράφει στην επικεφαλίδα, στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίο του, ο Αντώνης Διακουμής. Ανάμεσά τους χιλιάδες Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. 11.400 περίπου από αυτούς έχασαν τη ζωή τους σε εκείνη τη μάχη, και 24.300 τραυματίστηκαν.
Είναι μια ιστορία άγνωστη δυστυχώς και σε μας και στους Αυστραλούς παρά την ύπαρξη δύο συμμαχικών νεκροταφείων στη Λήμνο, παρά το γεγονός ότι η επέτειος αυτής της μάχης είναι Εθνική γιορτή στην Αυστραλία και παρόλο που ένας Ελληνοαυστραλός συμπατριώτης μας ο κ. Στράτος Σαράντης από τα Καμίνια κάνει μεγάλες προσπάθειες προς σ΄ αυτή την κατεύθυνση.
Ο πρώτοι Λημνιοί φτάνουν στην Αυστραλία μέσω Αιγύπτου, στις αρχές του 1900. Ανάμεσα στους πρώτους, μπορούμε να αναφέρουμε τους Λεωνίδα και Δημήτρη Πλούδια από το Πλατύ και τον Κίμωνα Παραθυρά (Jim Paras) από τον Κοντιά. Ο Παραθυράς έφθασε στην Αυστραλία πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Λήμνου από τους Τούρκους.
Μίλησα με την κα Καλκατζίδου Ελένη πρόεδρο του Συλλόγου Κοντιά στη Μελβούρνη, της οποίας ο Παραθυράς ήταν θείος της και επέμενε: «Ο θείος μου αυτός έφτασε στην Αυστραλία πριν τον πρώτο πόλεμο» μου λέει. Πριν το 1940; ρώτησα σκόπιμα εγώ. «Όχι όχι, πριν τον πρώτο πόλεμο, πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο», μου απάντησε. Ο πρώτος παγκόσμιος, να σας θυμίσω, ξεκίνησε το 1914.
Οι πρώτοι αυτοί Λημνιοί προσκάλεσαν στη συνέχεια πάρα πολλούς Λημνιούς οι οποίοι έφτασαν την περίοδο εκείνη στην Αυστραλία.

Καλώς ορίσατε στην Αυστραλία. Τυποποιημένες φωτογραφίσεις.




Τρίτη περίοδος μετανάστευσης 1950-1974
Στις αρχές της δεκαετίας του 50 αρχίζει η περίοδος της μεγάλης φυγής προς την Αυστραλία. Η Ελλάδα είναι οικονομικά κατεστραμμένη μετά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Την εποχή εκείνη η Αυστραλιανή κυβέρνηση ενεργοποίησε την ΔΕΜΕ «Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης», για να φέρει ευρωπαίους εργάτες, να δουλέψουν στα χωράφια, στις φάρμες, κυρίως στα ζαχαροκάλαμα και στα εργοστάσια. Μόνο «λευκούς ευρωπαίους εργάτες» ήθελαν τότε στην «Λευκή Αυστραλία».
Τότε το 1950 έως το 1974, φτάνουν στην Αυστραλία και οι περισσότεροι Λημνιοί. Είναι η εποχή της μεγάλης εξόδου των Λημνιών προς την μακρινή αυτή χώρα.
Ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω και ας αναρωτηθούμε:
Ποιες ήταν οι συνθήκες της ζωής στη Λήμνο την εποχή εκείνη μετά την Μικρασιατική καταστροφή και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;
Ποιες ήταν οι συνθήκες του ταξιδιού για την Αυστραλία;
Ποιες ήταν οι συνθήκες που συνάντησαν φθάνοντας στην Αυστραλία;
Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους εκεί;
Τέλος ας αναρωτηθούμε ποια είναι η σημερινή τους κατάσταση;

Αγαπητοί φίλοι ας αφήσουμε στους ιστορικούς, την ιστορική καταγραφή των γεγονότων και εμείς εδώ ας πάρουμε απαντήσεις σ΄ αυτά τα ερωτήματα, ακούγοντας τις διηγήσεις και τις μαρτυρίες των μεταναστών όπως αυτές καταγράφονται στο βιβλίο Οι «Λημνιοί του Σύδνεϋ» της κ. Πηνελόπης (Πόπης) Παναγιωτοπούλου Βαλάση μετανάστριας από το Ρεπανίδι Λήμνου.
Ας αφήσουμε τους ίδιους να μιλήσουν και να μας πουν για τη ζωής στη Λήμνο την εποχή εκείνη. Να μας πουν για τις συνθήκες του μεγάλου ταξιδιού για την μακρινή χώρα, για τα συναισθήματα τους, για τις δυσκολίες της πρώτης περιόδου και τις συνθήκες που συνάντησαν φθάνοντας στην Αυστραλία.
Να μας πουν για τα πρώτα χρόνια της ζωής τους εκεί, για τις επιτυχίες τους τα χρόνια που ακολούθησαν και τέλος να μας μιλήσουν για τα σημερινά τους συναισθήματα. Ας φανταστούμε οι νεότεροι και ας θυμηθούμε οι παλιότεροι ακούγοντας τις μαρτυρίες μερικών Λημνιών μεταναστών, κυρίως μεταναστών που προέρχονται από τη δική σας περιοχή, όπως αυτές καταγράφονται στο βιβλίο της κ Παναγιωτοπούλου-Βαλάση.
Μια εικόνα ακόμα ταξιδιού μας δίνει με την διήγησή της η κ. Πηνελόπη Βελή από το Πλατύ που έφτασε στην Αυστραλία το 1947, αυτή από τους πολύ – πολύ τυχερούς πήγε με υδροπλάνο.
Μια εικόνα μας δίνει ο Νικόλαος Δουλγκέρης από το Θάνος για το τι αντιμετώπισαν οι πρώτοι Έλληνες της περιόδου αυτής. (σελ30-32)

1) Η ζωή τους στη Λήμνο

Ας ξεκινήσουμε από τον κ. Χαράλαμπο Πολύζο που έφυγε 13 χρονών για την Αυστραλία. το 1937

Πολύζος Χαράλαμπος - Θάνος, 1937
Σχολείο πήγα μέχρι την Πέμπτη τάξη, και στα μισά. Ο πατέρας μου ήτανε γεωργός, και έπρεπε να τον βοηθάω στις δουλειές του στα χωράφια και να φυλάγω τα πρόβατα. Τότε υπήρχε πολύ πείνα και φτώχια, αλλά εμείς δεν πεινάσαμε ποτές, γιατί όταν έχεις κοπάδια πρόβατα και είσαι γεωργός, πάντα υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Οι γεωργοί ήτανε οι τελευταίοι που πεινάσανε.
Είχαμε μάντρα στον κάμπο, όπου η μάνα μου έφτιαχνε το τυρί. Είχαμε κοτέτσι εκεί, και χαγιάτια - που βάζαμε τα πρόβατα και τα άλλα ζώα, τα γαϊδούρια, τα γουρούνια, και τα βόδια τα βάζαμε στο στάβλο. Θυμάμαι πήγα μια μέρα στη μάντρα. Εκεί η μάνα μου είχε κρεμασμένα τα τυριά να ξεραθούνε επάνω σε ένα ξύλινο ράφι, που κρεμότανε με σχοινιά από τα ξύλα της σκέπας. Σαλτέρνω (πηδάω) για να το πιάσω να πάρω κανένα τυρί αλλά, όπως το έπιασα, το σχοινί κόπηκε και έπεσε το ξύλο επάνω στο δεξί μου πόδι, Μου έσπασε το μεγάλο δάχτυλο μαζί και το νύχι, που, ως σήμερα, δεν έχει φτιάξει. Αλλά εγώ, δεν έβγαλα τσιμουδιά σε κανέναν, γιατί ήξερα που θα τις έτρωγα.
Παπούτσια, μέχρι που έφυγα για την Αυστραλία, δεν είχα φορέσει, Το καλοκαίρι γύριζα ξυπόλητος τον πιο πολύ καιρό, Για παπούτσια, όταν έπρεπε να φορέσω, είχα τσερβούλια, που τα έφτιαχνε ο πατέρας μου από προβιά του γουρουνιού. Τσαρούχια υπήρχανε, αλλά ήτανε τα "καλά" και έπρεπε να τα αγοράσουμε. Θυμάμαι ακόμα, μια χρονιά, του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου, η Εθνική μας Εορτή. Πήγα στο σχολείο να πω το ποίημα μου ξυπόλητος, γιατί δεν είχα τσερβούλια να φορέσω. Είχε χιονίσει και περπατούσα μέσα στα χιόνια ξυπόλητος. Αυτό δεν το ξεχνάω μέχρι σήμερα.
Τα ρούχα μας ήτανε από ύφασμα που έφαινε η μάνα μας στο λάκκο (αργαλειό), από μπαμπάκι. Εγώ φορούσα κοντά παντελόνια κάτω από το γόνατο, που τα ονομάζαμε "Αγιοστρατήτικα".
Στις δουλειές του χωριού, εγώ δούλευα με τον πατέρα μου και τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Κωνσταντίνο. Τρυγούσαμε αμπέλια, σπέρναμε, θερίζαμε, αλωνίζαμε. Όταν έγινα δεκατριών χρονών, οι γονείς μου αποφασίσανε να με στείλουνε στα ξένα, στην Αυστραλία.

Ιπποκράτης Βλάνγκος από Καρπάσι, πήγε στην Αυστραλία το 1954
Στο σχολείο πήγα μέχρι την Πέμπτη δημοτικού. Εμένα με άρεσε να βόσκω τα πρόβατα του πατέρα μου. Η ζωή του βοσκού ήτανε πολύ καλή γιατί δεν χρειαζότανε γράμματα. Κοιμόμουνα στην μάντρα το χειμώνα και το καλοκαίρι, που ερχότανε όλη η οικογένεια, εγώ κοιμόμουνα στην ύπαιθρο, στα βουνά και στα αλώνια.
Η μάνα μου άρμεγε τα πρόβατα, και με το γάλα έφτιαχνε τυρί σαλαμούρα, ξερά, μελλίπαστα. Το σμάνορο το τρώγαμε το πρωί. Από το τυρόγαλο φτιάχναμε την κορφή που ήτανε σαν τη σημερινή μυζήθρα.
Εκτός απ΄ τα πρόβατα δουλεύαμε και στα χωράφια. Οργώναμε σπέρναμε σιτάρια κουκιά όλα τα όσπρια και φυτεύαμε μπαμπάκια και μποστάνια.
Στα πανηγύρια μου άρεζε να πηγαίνω καβαλώντας στο άλογο. Φόραγα ένα παντελόνι που είχα για καλό και πρόσεχα να μην το λερώσω.

Μιχάλης Κασαβέτης από Ρωμανού, 1959
Υπήρχε πολύ πείνα τότε, αλλά ο πατέρας μου είχε πολύ σιτάρι και όσπρια και είχαμε να φάμε. Ενώ, πολύς κόσμος δεν είχε, και τρώγανε θυμάμαι λίγο σουσάμι η καλαμπόκι. Ο πατέρας μου βοηθούσε και άλλες οικογένειες που δεν είχανε σοδιά. Τότε δεν είχαμε παπούτσια, και πολλές φορές έπρεπε να περπατήσουμε ως το Μούδρο για τους Γερμανούς. Τότε είχε ένα μέτρο χιόνι, και έπρεπε να περπατήσουμε μέσα στα χιόνια. Τα παπούτσια μας ήτανε τσόκαρα. Τα φτιάχναμε εμείς. Κόβαμε το ξύλο από τη λεύκα γιατί ήτανε λαφρύ. Το φτιάχναμε ίσιο και κόβαμε ένα λουρί από γουρουνίσιο δέρμα ή ότι βρίσκαμε από τους Γερμανούς, όπως παλιά λάστιχα, και τα καρφώναμε από επάνω. Αλλά καμιά φορά κι' αυτά κοβότανε και έπρεπε να περπατάμε ξυπόλυτοι μέσα στα χιόνια………..… ………………… …………………………Όταν μεγάλωσα, είχε τελειώσει ο πόλεμος. Ήμουνα είκοσι χρονών που πήγα στρατιώτης. Ήμουνα στο Ναυτικό στο Σκαραμαγκά, για σαράντα ημέρες εκπαίδευση. Δεν μας αφήνανε έξω καθόλου. Ύστερα από σαράντα μέρες, μας δώσανε άδεια. Αλλά επειδή δεν είχαμε λεφτά εμείς, και επειδή είμαστε όλοι χωριάτες και δεν ξέραμε που να πάμε, μας βάλανε στα φορτηγά και μας πήγανε στη Ομόνοια. Το βραδάκι πάλι, 12 - 1 τα μεσάνυχτα, μας παίρνανε και μας πηγαίνανε πάλι στο Σκαραμαγκά. Μετά που συνηθίσαμε και οπόταν είχαμε άδεια, πηγαίναμε στο Λημνιό το καφενείο στα Εξάρχεια, και μαζευόμαστε όλο αγόρια και κορίτσια Λημνιοί, και βγαίναμε στις ταβέρνες. Λεφτά δεν είχαμε, αλλά οι κοπέλες δουλεύανε σαν υπηρέτριες στην Αθήνα και ξοδεύανε αυτές, και εμείς κάτι λίγα.

Ελένη Πετεινού από την Ατσική, 1961
Πήγα σχολείο μέχρι την Πέμπτη τάξη. Δεν είχαμε παπούτσια, δεν είχα βιβλία, ήμουνα ορφανή και τα χρόνια δύσκολα. Ο αδελφός μου φύλαγε πρόβατα από έξι χρονών, για ένα κεχαγιά, μόνο και μόνο να μας βοηθήσει και να έχουμε κι εμείς ένα αρνί το Πάσχα αλλιώς δεν θα είχαμε τίποτα για το Πάσχα, και έναν ντενεκέ σιτάρι, για να έχουμε ψωμί να φάμε. Όταν δούλευε για έναν άλλον κεχαγιά, επειδή σκότωσε ένα αρνί με μια πέτρα, ο κεχαγιάς για ένα χρόνο, δεν του έδωσε τίποτα.
'Όταν έγινα δεκατεσσάρων χρονών, η μητέρα μου ήθελε να με παντρέψει γιατί ήμουνα ορφανή. Η μάνα μου προέβλεπε ότι θα ήτανε δύσκολο αργότερα να με παντρευτεί κανένα παιδί, γιατί δεν είχα καθόλου προίκα………………………………………………………………… ……………………Γεννήθηκε ο γιος μου ο Αλέκος, το 1952 και αμέσως ο άνδρας μου έφυγε φαντάρος. Εγώ δούλευα με τα πεθερικά μου στα χωράφια για να ζήσουμε. Στα χωράφια βάζαμε μπαμπάκι και σιτάρια.
Ήτανε δύσκολη η ζωή τότε, δουλεύαμε μέσα στη ζέστη, σκαλίζαμε μπαμπάκια και σιτάρια. Το παιδί το είχα στο χωράφι και κοιμότανε κάτω στο χώμα όπως τότε όλοι οι χωριανοί.


Δυο φιλαράκια από την Ατσική, στον Αγιαρμόλα για τελευταία φορά, πριν μπαρκάρουν για Αυστραλία το 1962 (Γιώργος Γιαννάς, Αργύρης Τραγάρας)




Μαμαλίκου Δέσποινα - Καρπάσι, 1961
Πήγα στο σχολείο και τελείωσα το Δημοτικά. Ο πατέρας μου είχε καφενείο, αλλά ήτανε και γεωργός. Δουλεύαμε στα χωράφια, στα μπαμπάκια, σιτάρια, θερίζαμε και αλωνίζαμε. Είχαμε και ζώα, βόδια για να ζευγαρίζουμε τα κτήματα και να σπέρνουμε. Αλλά μετά πούλησε ο πατέρας μου τα βόδια και πήρε δύο άλογα που κάνανε την ίδια δουλειά Είχαμε και πρόβατα για το γάλα και το μαλλί, που τα δέναμε.
Όταν δεν δουλεύαμε στα δικά μας χτήματα, δουλεύαμε στη "Μητρόπολη", που ήτανε κτήματα λίγο έξω από το χωριό μου, και πηγαίνανε εργάτες απ΄ όλα τα χωριά και δουλεύανε μεροκάματο, και αυτοί που ήτανε από μακρινά χωριά μένανε εκεί. Εγώ δούλευα εκεί για να παίρνω χρήματα, να αγοράζω υφάσματα να ράβω τα ρούχα μου. Είχα μάθει ράψιμο στην αδελφή μου την Αλεξάνδρα,
Ο πατέρας μου που είχε καφενείο, έκανε κάθε Κυριακή χορό στο καφενείο το χειμώνα, και στο εξοχικό το καλοκαίρι, που ήτανε λίγο έξω από το χωριό, πηγαίνοντας για την Ατσική. Δουλεύαμε οι τέσσερις αδελφές και ο ένας αδελφός στο καφενείο. Είχαμε ορχήστρα, από βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, κιθάρα και ακορντεόν Είχαμε και πανηγύρια , (στις 15 Mαίoυ, τον Άγιο Παχούμιο, και 8 Νοεμβρίου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ). Τότε γινότανε ωραίο πανηγύρι και ερχότανε πολύς κόσμος. Κάναμε μεζέδες από τυρί. ελιές, ψωμί, σαρδέλες, κοκορέτσι, χταπ6δι ξυδάτο, τουρσί κλπ.
Μου άρεζε να δουλεύω στο καφενείο. Μείναμε και στην Ατσική δύο χρόνια, γιατί ο πατέρας μου είχε νοικιάσει του Γραγρά το καφενείο. Όταν άρχισε ο κόσμος και ξενιτευότανε, η δουλειά τελείωσε και ο πατέρας μου έκλεισε το καφενείο.

2) Προϋποθέσεις για το ταξίδι

Σταματέρης Νίκος - Σκανδάλη, 1955
Το 1950-52 υπηρετούσα στρατιώτης στη Κρήτη, Αθήνα-Περιστέρι, Λαμία, Φλώρινα και Αλβανία. Εκεί στο στρατό, γνώρισα ένα παιδί που έφευγε για Αυστραλία, και τότε με μπήκε η ιδέα να ξενιτευτώ κι' εγώ όταν θα απολυόμουνα.
Όταν γύρισα στο χωριό μου, άρχισα πάλι την παλιά δουλειά μου, και άρχισα και έβαζα και μπαμπάκια στο "Παρθενόμτο". Ήμουνα από τους πρώτους που καλλιεργούσανε μπαμπάκι. Μα γρήγορα όλοι οι γεωργοί αρχίσανε να κάνουνε το ίδιο. Ποτίζαμε με τη σειρά από το ποτάμι. Εγώ η ώρα μου ήτανε τη νύχτα με το λουξ. Αλλά γρήγορα τα παράτησα, γιατί το νερό δεν έφτανε για όλους
Εν τω μεταξύ, ο αδελφός μου, που ήτανε γραμματέας του χωριού, μου είπε που ήλθανε στο χωριό μας άνθρωποι της ΔΕΜΕ, και ζητούσανε παιδιά κάτω των σαράντα χρονών, να γραφτούνε για να μεταναστεύσουνε στην Αυστραλία. Το ίδιο γινότανε σε όλα τα χωριά της Λήμνου εκείνο τον καιρό.
Έπρεπε να έχεις καθαρό μητρώο από την αστυνομία και από το κράτος. Δηλαδή, να μην ήσουνα κομμουνιστής, και έπρεπε να περάσεις από ειδικούς γιατρούς, να είσαι καλός στην υγεία. Από την Αθήνα έφυγα 14.2.1955, με το καράβι "Κερύνεια", ελληνικό, γεμάτος ενθουσιασμό για περιπέτεια. Το ταξίδι κράτησε τριάντα ημέρες. Βγήκαμε στη Μελβούρνη.

3) Το Ταξίδι

Ελένη. Πετεινού - Ατσική, 1961
Φύγαμε τον Φεβρουάριο 1961 από την Ελλάδα, με το "Πατρίς. Ήτανε δύσκολο για μένα όταν έφευγα από το χωριό μου. Έκλαιγα κάθε μέρα, γιατί άφηνα την μητέρα μου μόνη της, το σπίτι μου και τη ζωή του χωριού που μου άρεζε τόσο πολύ.
Στο καράβι ήμουνα άρρωστη τον πιο πολύ καιρό. Τα παιδιά μου και τα τρία όλα κάτω των πέντε ετών, θέλανε προσοχή, αλλά εμένα με είχε πιάσει το καράβι και είχαμε μεγάλη ταλαιπωρία. Δεν μπορούσα να πάγω στην τραπεζαρία να πάρω φαί για τα παιδιά μου αλλά ούτε και ο καμαρότος μου έφερνε τίποτα. Ο μεγάλος μου ο γιος, ο Αλέκος, που ήτανε τότε πέντε χρονών, πήγαινε και μας έφερνε πατάτες τηγανητές μέσα σε μια πετσέτα, να φάμε όλοι.
Έτσι εξαντληθήκαμε και με το ζόρι μια μέρα, αναγκάστηκα και πήρα τα παιδιά μου να πάμε στην τραπεζαρία. Αλλά λιγοθύμησα επάνω στις σκάλες, με είδε ένας από το πλήρωμα, του είπα την κατάσταση μου, και από τότε μου έφερνε φαί στην καμπίνα μου, για όλους μας. Εκεί κλεισμένοι, περάσαμε ολόκληρο μήνα, μέχρι να φθάσουμε στο Σύδνεϋ.

Ηρακλής Ξύκης – Ατσική, 1954
Έτσι, τον χειμώνα του 1954, όταν ήμουνα δεκαεννιά χρονών, πέρασα από τους γιατρούς. Τότε τελείωσα το Γυμνάσιο και τον Οκτώβριο αναχώρησα για την Αυστραλία
Την ημέρα που έφευγα από το χωριό, ο πατέρας μου αγκάζαρε το λεωφορείο του χωριού μας για να πάμε στη Μύρινα, όπου θα έπιανα το κακάβι "Κως" για την Αθήνα. Το λεωφορείο γέμισε από συγγενείς και χωριανούς να με καταβοδώσουνε, που έφευγα. Εκεί στο λιμάνι, όπως ετοιμαζόμουνα να μπω στη βάρκα που θα με πήγαινε στο καράβι, η μάνα μου και οι αδελφές και θείες μου, κλαίγανε απαρηγόρητα. Εμένα με κινούσε η περιέργεια γιατί να κλαίνε, τη στιγμή που εγώ είχα τόση χαρά που θα έφευγα στην Αυστραλία, όπου θα γινόμουνα πλούσιος .
Όταν όμως το καράβι έφευγε στ' ανοιχτά, ύστερα από μισή ώρα στο πέλαγος, τότε συνειδητοποίησα την υπόθεση. Αμέσως με πιάσανε τα κλάματα και δεν μπορούσα να σταματήσω και ήθελα να γυρίσω πίσω.
Μαζί μου στην Αθήνα, ήλθανε και ο πατέρας μου και η αδελφή μου η Ανδρονίκη με το γιο της, τον Λουκά, να με καταβοδώσουνε. Το καράβι θα αναχωρούσε από την Αθήνα ύστερα από μία εβδομάδα. Στις 4-10-1954 μπαρκάραμε στο καράβι «Φερσήη» που ήταν Ιταλικό. Ύστερα από είκοσιοχτώ μέρες ταξίδικαι αφού χορτάσαμε παστές σαρδέλες ελιές και μακαρόνια φτάσαμε στο Σύδνεϋ, στο Γουλουμουλού.

Αθανάσιος Τζάνερος – Μύρινα, 1955
Η φτώχεια, με παρακίνησε να ξενιτευτώ. Τότε παίρνανε η ΔΕΜΕ τζάμπα, για την Αυστραλία. Είχα γραφτεί και εγώ, πριν παντρευτώ, και έτσι μας καλέσανε να φύγουμε. Τότε, 25 Ιανουαρίου 1955, φύγαμε από τη Λήμνο, προς την Αυστραλία, γεμάτοι ελπίδες, "για μια καλύτερη ζωή".
Στην Αθήνα, πριν μας βάλουνε στο καράβι, μας περάσανε από κλίβανο, όπως όλοι που ξενιτευότανε, δίχως όμως να μας έχουνε προετοιμάσει γι' αυτό. Μας κλείσανε σε μια αίθουσα, μαζί άνδρες και γυναίκες, και μας επιβάλανε να βγάλουμε όλα τα ρούχα μας. Τα ρούχα, τα περάσανε κι' αυτά από το κλίβανο. Μας ραντίσανε με φάρμακα, για αρρώστιες, και ύστερα έπρεπε να κάνουμε μπάνιο και να ντυθούμε.
Τα ρούχα μας ήτανε ανακατωμένα. Ο κάθε ένας έψαχνε να βρει τα δικά του. Αισθανόμαστε χειρότερα από ένα κοπάδι πρόβατα. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι γελούσανε, όλοι ντρεπόμαστε. Αλλά, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, γιατί θέλαμε όλοι να μεταναστέψουμε, να καλυτερέψουμε τη ζωή μας. Να φύγουμε από τη φτώχεια της πατρίδας μας, γι' αυτό και υποφέραμε όλα αυτά.
Και κατόπιν, πως πέρασε τόσος καιρός στο παλιοβάπορο !!!! Μας βάλανε σε ένα πολύ παλιό βαπόρι, διακόσια άτομα σε ένα θάλαμο να κοιμηθούμε. Η Βαρβάρα τότε, ήτανε δύο μηνών έγκυος. Δεν μπορούσε να φάει, αρρώστησε, δεν άντεχε την κατάντια αυτή, και ήθελε να τη βγάλουμε έξω, κι' ας ήτανε σε ξερό νησί. Το καράβι ήτανε πολύ παλιό, είχαμε και φουρτούνες και κούναγε πολύ.
Φτάσαμε στη Μελβούρνη, και σαν αρνιά, μας βάλανε στο τραίνο και μας πήγανε στη Μπονεγκίλα. Εκεί μείναμε σε παράγκες. Μας δίνανε συσσίτιο φαί, πολύ διαφορετικό από αυτά που ξέραμε, αλλά τα τρώγαμε γιατί πεινούσαμε.


4) Άφιξη – ΔΕΜΕ
(Τι αντιμετώπισαν οι πρώτοι Έλληνες της περιόδου αυτής.)


Δουλκέρης Νικόλαος από το Θάνος, 1936
Στην Αυστραλία ήλθα το 1936. Ήλθα με πρόσκληση από την εξαδέλφη μου, όπου και έμεινα μαζί τους, στο Κουίνμπιαν. Εκεί είχανε μπαχτσέ και φρουταρία. Εγώ δούλευα στον μπαχτσέ (περιβόλι) τις πρωινές ώρες, και μετά στη φρουταρία μέχρι τις δέκα το βράδυ.
Για πληρωμή, μόνο φαί και ύπνο. Μετά από τέσσερις μήνες, με πληρώνανε δέκα σελίνια την εβδομάδα. Αλλά εγώ με αυτά τα λεφτά δεν μπορούσα να ξεχρεώσω τις πενήντα λίρες που τους χρωστούσα για τα ναύλα μου, και να στέλνω και στη μάνα μου για να ζήσει τα ορφανά τα αδέλφια μου.
Το 1937 με στείλανε στην άλλη εξαδέλφη μου, στο Τιούμουτ, που είχανε ρέστοραντ και φρουταρία. Εκεί δούλευα από τις έξι το πρωί μέχρι στις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Κοιμόμαστε επάνω στη βεράντα, μέσα στο κρύο. Βάζαμε ξύλινα μπανανόμποξα για κρεβάτια, εφημερίδες για σεντόνια να μην περνάει το κρύο, και τσουβάλια για κουβέρτες, μαζί με τη φαντή την μάλλινη κουβέρτα που μου είχε δώσει η μάνα μου όταν έφυγα. Αλλά, όσο και να σκεπαζόμαστε, δεν μπορούσαμε να ζεσταθούμε.
Μέσα στο χρόνο επάνω, κάηκε το μαγαζί, και γλίτωσα. Πήγα πίσω στο Κουίνμπιαν, και τότε με πληρώνανε μία λίρα την εβδομάδα, για να τους ξεχρεώσω το χρέος μου. Αργότερα αγοράσανε περιβόλι στο Νίνγκαν από Κινέζους, πήγα κι' εγώ μαζί, και με πληρώνανε εικοσιπέντε σελίνια. Εκεί πάλι κοιμόμουνα επάνω στις ξύλινες κάσες. Το φαί ήτανε ψωμί με μαρμελάδα την ημέρα, και το βράδυ, νερόβραστο ρύζι, το οποίο είχανε αφήσει οι Κινέζοι που είχανε πρώτα τη φάρμα. Ζήτησα αύξηση γιατί δούλευα πολύ, να με πληρώνουνε τριάντα σελίνια, αλλά τους φανήκανε πολλά, και με διώξανε.
Από εκεί, ήλθα στο Σύδνεϋ. Εκεί, βρήκα τον Σάββα Κολομόντο, και με πήρε στο Κουίνμπιαν, όπου είχε περιβόλι και φρουταρία, και εγώ δούλευα στο περιβόλι. Τον χειμώνα έφυγα και πήγα στο Κουίνσλαντ, και μάζευα μπαμπάκι. Έπαιρνα μία πέννα την λίτρα. Ήτανε Έλληνας ο φαρμαδόρος. Εμείς οι εργάτες, μέναμε μέσα σε αντίσκηνα και φτιάχναμε κρεβάτια από τσουβάλια, και σκεπαζόμαστε με τσουβάλια, γιατί δεν είχαμε λεφτά. Εγώ τα έστελνα όλα στη μάνα μου, για να ζήσει τα αδέλφια μου.
Πήγα και στο Μακάι και δούλευα σε φρουταρία και πάλι στα μπαμπάκια, και όταν τελείωσε η εποχή, καθαρίζαμε το κτήμα από δένδρα και έπαιρνα δέκα σελίνια την ημέρα. Τρώγαμε ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα γιατί ήτανε φτηνά.
Στο Μακάι πήγα για δουλειά και στο κόψιμο ζαχαροκάλαμου. Για εμένα ήτανε πολύ βαριά δουλειά, μπροστά σε κείνες που ήμουνα μαθημένος. Έπαιρνα έξι σελίνια τον τόνο, να κόψω, να δέσω και να φορτώσω στο φορτηγό το ζαχαροκάλαμο. Εκεί τουλάχιστον, μας παραχωρούσε ο φαρμαδόρος ένα κρεβάτι και η γυναίκα του μας μαγείρευε μεσημέρι και βράδυ. Θυμάμαι, γινόμαστε μαύροι από τη τσίκνα, γιατί καίγαμε το ζαχαροκάλαμο την πρώτη ημέρα πριν το κόψουμε, και την άλλη μέρα που το κόβαμε, ήτανε γεμάτο μουντζούρα. Μαζί με το σιρόπι του καλαμιού που κόλλαγε επάνω μας, μαυρίζαμε και μόνο τα μάτια μας ασπρίζανε. Κάθε τόσο, πέφταμε μέσα στο ποτάμι να καθαριστούμε, γιατί οι μύγες κολλούσαν ε επάνω μας. Είχαμε και φίδια μέσα στα καλάμια, αλλά φεύγανε με τη φωτιά.

Κων/νος Παρίσης – Κοντιάς, 1954
Από την Ελλάδα έφυγα 26 Ιουνίου 1954, με το καράβι Κερύνεια. Το ταξίδι κράτησε ένα μήνα. Φθάσαμε στη Μελβούρνη, 1η Αυγούστου 1954. Εκεί μας βάλανε στο τραίνο, είμαστε περίπου 200 άτομα", όλοι άνδρες, και μας πήγανε στο Μπονεγκίλα. Κοιμόμαστε μέσα σε θαλάμους από λαμαρίνες και ξύλο, πενήντα άτομα στο κάθε ένα". Μας καλοβλέπανε εκεί, είχε και σινεμάδες, και μαζευόμαστε παρέες και τραγουδάγαμε και συζητάγαμε. Μετά τρεις ημέρες, μας βάλανε στο τραίνο, περίπου εκατόν πενήντα άτομα, και μας στείλανε στο Τάλλυ, στο Κουϊνσλαντ, το ταξίδι κράτησε τέσσερις ημέρες.
Στο σταθμό μας περιμένανε οι φαρμαδόροι και πήρανε από πέντε άνδρες. Στη φάρμα, μας βάλανε σε παράγκες, που είχαν από μια κουζίνα, μπάνιο, και ένα υπνοδωμάτιο με πέντε κρεβάτια. Την άλλη μέρα, μας πήγανε στα καλάμια μας δώσανε κάτι μεγάλα μαχαίρια και μας δείξανε πώς να κόβουμε το ζαχαροκάλαμο.
Ύστερα από έξι μήνες, η ΔΕΜΕ μας πήγανε, την ίδια παρέα, στο ΒΗΡ στο Γούλονγκονγκ, στο χυτήριο, στους φούρνους. Δουλεύαμε τρεις βάρδιες. Εκεί μείναμε έξι μήνες, και παίρναμε έντεκα λίρες την εβδομάδα. Αλλά μετά από έξι μήνες, πήγαμε πάλι στο καλάμι, γιατί είχε πιο καλά λεφτά.
Πήρα και τον αδελφό μου, που μόλις είχε έλθει από την Ελλάδα. Μετά κατεβήκαμε στο Σύδνεϋ, είχε τελειώσει το κοντράτο με τη ΔΕΜΕ και είμαστε ανεξάρτητοι να δουλέψουμε όπου θέλαμε.

5) Άφιξη-Προβλήματα με τη γλώσσα

Ιωάννης Παπαρούλας – Σαρδές, 1954
Αρχές Οκτωβρίου 1954, ξεμπαρκαρίσαμε στη Μελβούρνη. Εκεί μας παραλάβανε Αυστραλοί και με λεωφορεία, μας πήγανε στη Μπονεγκίλα. Κοιμόμαστε περίπου τριάντα άτομα στη κάθε παράγκα. Μείναμε εκεί δύο ημέρες, και ύστερα μας χωρίσανε σε ομάδες, και κάθε ομάδα στάλθηκε σε διαφορετικά μέρη για διαφορετικές δουλειές. Μερικοί πήγανε στο ΒΗΡ ... χυτήρια, άλλοι στα μπιζέλια, και άλλοι στο ζαχαροκάλαμο, στο Ιννισφάϊλ, στο Κουίνσλαντ.
Εγώ και έξι άλλοι 'Έλληνες, πήγαμε στα ζαχαροκάλαμα. Πήραμε με το τραίνο, και μας περιλάβανε δύο φαρμαδόροι Τις πρώτες μέρες μας έδινε φαί ο φαρμαδόρος αλλά μετά έπρεπε να μαγειρεύουμε εμείς. Στην αρχή, τα βρήκαμε δύσκολα με τα αγγλικά. Θέλαμε να φάμε κρεμμύδι, αλλά δεν ξέραμε πώς να το πούμε. Μια μέρα, βρήκαμε φλούδα κρεμμυδιού, το πήραμε στο μαγαζί, και έτσι μάθαμε να ψωνίζουμε κρεμμύδια και άλλα πράγματα που χρειαζόμαστε.

Σταματέρης Νίκος – Σκανδάλη, 1955
Το ταξίδι κράτησε τριάντα ημέρες. Βγήκαμε στη Μελβούρνη.
Από εκεί οι Αυστραλοί μας πήγανε στο Μπονεγκίλα. Εκεί έμεινα δώδεκα ημέρες. Ζούσαμε σαν στρατιώτες εκεί, μέναμε σε παράγκες φτιαγμένες με λαμαρίνα, μας δίνανε συσσίτιο, τα είχαμε όλα δωρεάν.
Μας μαζέψανε μια ομάδα δέκα άνδρες και μας στείλανε στο Άλμπουρι. Εκεί, μας δώσανε από τρεις λίρες τον κάθε ένα, για χαρτζιλίκι, και μας βάλανε στο τραίνο για το Σύδνεϋ και από εκεί στο Νάραμπραΐ. Εκεί μας δώσανε από ένα τηγάνι, κουτάλι, πιρούνι, πιάτο, ποτήρι και μια κατσαρόλα, και από ένα αντίσκηνο.
Στο Νάραμπραΐ δουλεύαμε για τους σιδηρόδρομους. Βάζαμε ξύλα κάτω από της τραινογραμμές. Εμείς δεν ξέραμε καθόλου εγγλέζικα. Με τα νοήματα επικοινωνούσαμε με τους Αυστραλούς. Στο μαγαζί, για αυγά και ψωμί, τους δείχναμε τι θέλαμε. Είχα και λεξικό μαζί μου, και τους έδειχνα, με τις λέξεις, τι θέλαμε.

6) Νύφες

Βερτσώνη Μαρία – Κορνός, 1957
21 Μαΐου, το 1957. Πενήντα κοπέλες φεύγαμε από τη Μύρινα - μόλις είχε ανοίξει το Σουέζ. Στη Μύρινα, εκείνη την ημέρα που φεύγαμε, τι γινότανε! Είχανε έλθει συγγενείς και φίλοι από όλα τα χωριά, απ' όπου ήτανε οι κοπέλες που φεύγανε. Τότε το καράβι δεν ερχότανε κοντά στη σκάλα, έμεινε μέσα στο βάθος, στη θάλασσα. Ο κόσμος έμπαινε σε βάρκες, τέσσερα πέντε άτομα και τους πηγαίνανε στο πλοίο. Όταν έφευγε η κάθε κοπέλα, όλος ο κόσμος έκλαιγε και φωνάζανε τα τελευταία "για σας". Κλαίγανε κι' αυτοί στη στεριά και όλοι κρατάγανε λουλούδια, και όπως έφευγε η βάρκα για το καράβι, ο κόσμος πέταγε λουλούδια μέσα στη θάλασσα το λιμάνι γινότανε κόκκινο από τα λουλούδια, Μάιος μήνας.
Πολλές από τις κοπέλες φεύγανε αρραβωνιασμένες με παλικάρια που ήτανε στην Αυστραλία. Στις πιο πολλές περιπτώσεις, ο ένας δεν ήξερε τον άλλο, παρά μόνο από φωτογραφία.
Στον Πειραιά, χωριστήκαμε σε δύο καράβια, το ένα έφευγε 20 Μαΐου, και το άλλο, που ήμουνα εγώ, στις 21 Μαΐου, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ήτανε το «Πεγγόνια», ισπανικό καράβι. Είμαστε 1500 κοπέλες μέσα στο καράβι. Άλλες λεύτερες, και άλλες αρραβωνιασμένες, αλλά καμία παντρεμένη. Και κανένας άνδρας, μόνo το πλήρωμα του καραβιού, και ένας Έλληνας παπάς.

Σταματέρη Φωτεινούλα – Ρουσσοπούλι, 1958
Έφυγα την ημέρα, του Αγίου Xαραλάμπoυ 10.2.1958, απ΄ την Αθήνα. Εγώ ήμουνα όλο χαρά όταν μπήκα μέσα καράβι το «Φλαμίνια» στον Πειραιά. Όλοι έκλαιγαν στο λιμάνι και εγώ πετούσα από τη χαρά μου. Ο καημένος ο πατέρας μου που με είχε φέρει εκεί, τον έβλεπα που έκλεγε και λιποθύμησε. Αλλά εγώ χαιρόμουνα που έφευγα για Αυστραλία μακριά από τις δουλειές των γεωργών, που με είχανε κουράσει.
Μέσα στο καράβι, ήμασταν πέντε Λημνιές κοπέλες. Εγώ ερχόμουνα με προξενιό αρραβωνιασμένη, με τον άνδρα μου το Νίκο. Αυτό έγινε το 1957. Ο νονός μου με έκανε το προξενιό με φωτογραφία. Ο πατέρας μου τον ήξερε το Νίκο, από τότε που ο Νίκος έβοσκε τα πρόβατα του θείου μου. Γι' αυτό τον δέχτηκε ως γαμπρό για μένα. Εγώ μόνο από φωτογραφία τον είδα. Το 1958 Μάρτιο, έφτασα στην Αυστραλία, στη Μελβούρνη, πήγα με τη φίλη μου τη Νασούλα, που θα έβγαινε στη Μελβούρνη, στου αδελφού της το σπίτι.
Όταν όμως με πήγανε πίσω στο καράβι και ξεκίνησε για το Σύδνεύ, με πήρε το παράπονο και λίγος φόβος. Αισθανόμουνα τελείως μόνη μου και πήγαινα στον αρραβωνιαστικό μου έναν ξένο, που δεν τον ήξερα, μόνον την αδελφή του ήξερα Τέλος φθάσαμε στο Σύδνεϋ, στο Γουλουμουλού. Έβλεπα από πάνω από το καράβι τα παλικάρια με τις ανθοδέσμες οι αρραβωνιασμένοι, να φωνάζουν τα ονόματα από τις κοπέλες που περιμένανε αλλά δεν τις ξέρανε. Εγώ περίμενα να δω το Νίκο που δεν τον ήξερα, και την αδελφή του, που την ήξερα.
Εν τέλει δεν είδα κανέναν. Βγήκα από το καράβι και τότε βρήκα την κουνιάδα μου, που φώναζε το όνομα μου. Αλλά το Νίκο δεν τον είδα. Εν τω μεταξύ, αυτός είχε μπει στο καράβι, κρατώντας και την ανθοδέσμη για να με βρει. Δεν με βρήκε, Ήλθε έξω, με βρήκε και με έδωσε την ανθοδέσμη και με καλωσόρισε.

Δέσποινα Μαμαλίκου – Καρπάσι, 1961
...Μόλις έφθασε στην Αυστραλία, έδειξε τη φωτογραφία μου στον ξάδελφο της το Θανάση από το Θάνος. Αυτός, με έστειλε προξενιό, εγώ δέχτηκα και έτσι αρραβωνιαστήκαμε, δίχως να έχουμε συναντηθεί ποτές.
Με έκανε πρόσκληση ο Θανάσης, και ύστερα από δύο χρόνια, έφυγα για Αυστραλία. Ήτανε Ιούνιος 1961, μέσα στο καλοκαίρι, και εγώ όλο χαρά, που θα πήγαινα στην Αυστραλία.. Αισθανόμουνα πολύ ευτυχισμένη που έφευγα, ποτές δεν είχα αμφιβολία για τον άνθρωπο που θα έβρισκα στο Σύδνεϋ. Στο καράβι πέρασα πολύ ωραία Το ταξίδι κράτησε σχεδόν ένα μήνα, Φθάσαμε στο Σύδνεϋ 11 Ιουλίου, στο Γουλουμουλού,
Ο πατέρας μου με πήγε στην Αθήνα. Εκεί μένανε τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, που ζούσανε εκεί από μικρά. Εγώ δεν τους ήξερα, μόνο όταν πήγα να περάσω από γιατρούς, τους γνώρισα.
Εγώ κρατούσα τη φωτογραφία του Θανάση για να τον γνωρίσω, Ο Θανάσης είχε κάποιον γνωστό μαζί του, τον Γρηγόρη Moυλαρά, για παρέα, Εγώ από μακριά γνώρισα το Θανάση, Βγήκα έξω από το καράβι, πέρασα απ΄ τον έλεγχο και βγήκα έξω, τον είδα, με είδε κι' αυτός, με γνώρισε και έτσι ανταμώσαμε. Πήγαμε με το ταξί στο σπίτι που νοίκιαζε στο Πάτινγκτoν, με άλλους Λημνιούς, Εκεί βρήκα και τη φίλη μου τη Σοφία, όπου έμεινε στο ίδιο σπίτι. Είμαστε έξι άτομα στο ίδιο σπίτι,
Στις 18 Ιουλίου, την ίδια εβδομάδα, κάναμε τον πολιτικό γάμο Και στις 9 Σεπτεμβρίου, κάναμε τον ορθόδοξο γάμο, στην Αγία Σοφία, στο Πάτινγκτoν, Το πάρτι το κάναμε στο σπίτι, στο μικρό σαλονάκι, αλλά μεγάλο γλέντι μέχρι το πρωί
Ο Θανάσης είχε καλέσει και τρεις φίλους του από το Γούλονγκονγκ, που δουλεύανε μαζί όταν έμενε εκεί. Ο ένας ήτανε από τη Μυτιλήνη, ο άλλος από τα Καλάβρυτα και ο άλλος από την Πάτρα, Αυτοί όλοι, όταν χόρευε η νύφη, πετάγανε σελήνια και τα μικρά παιδιά τα μαζεύανε. Αλλά κι' εγώ μάζεψα μερικά!

7) Επίλογος - Συναισθήματα

Σαράντος Ζαρήμης – Αγγαριώνες, 1950
Αυτό που έχω να πω για την Αυστραλία, τους πρώτους μήνες που ήλθα, εάν είχα τα ναύλα μου, θα γύριζα πίσω. Γιατί είδα που δουλεύανε από το πρωί ως τα μεσάνυχτα, και δεν ζούσανε τη ζωή τους, μόνο δουλειά και ύπνο. Το μόνο που είμαι ευχαριστημένος με την Αυστραλία, την έκανα δεύτερη πατρίδα μου και έκανα πολλούς καλούς φίλους. Έφερα με προσκλήσεις παρά πολύ κόσμο, όχι μόνο από τη Λήμνο, αλλά από όλη την Ελλάδα, μα κανένα από τα δέκα αδέλφια μου.
Έχουμε πάει στην Ελλάδα πέντε φορές. Την πρώτη φορά που πήγα, σκότωσα όλα τα όνειρα που είχα για την πατρίδα μου. Η συμπεριφορά του κόσμου….Δεν είμαι σε θέση να πω, εάν εμείς αλλάξαμε, ή αυτοί.

Ρούφου Αγγελική – Καρπάσι, 1964
Τώρα είμαστε συνταξιούχοι και έχουμε ήσυχη ζωή. Η μεγάλη μου η κόρη η Ελένη, ζει στη Λήμνο, στη Μύρινα. Η Βικτώρια είναι παντρεμένη με τον Μαρσέλ, και έχουνε και ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, την Άντρια και ένα αγόρι, τον Αλέξανδρο. Η μικρή μας κόρη η Στεφανία, δουλεύει και μένει κοντά μας. Έχω πάει στην Ελλάδα τρεις φορές.
Την αγαπάω την Ελλάδα, γιατί είναι πατρίδα μου όπου γεννήθηκα και έζησα τα μικρά μου χρόνια εκεί. Μου αρέσει να πηγαίνω για διακοπές, αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Την πιο πολύ ζωή μου την έζησα στην Αυστραλία. Έχω τα παιδιά μου και τα εγγοvάκια μου εδώ, και η Αυστραλία είναι πια η καινούργια πατρίδα για μένα.

Γρηγόρης Καρανίκας - Μύρινα
Τώρα είμαστε συνταξιούχοι και μένουμε στο Έρλγουντ. Προσέχουμε τα εγγονάκια μας και χαιρόμαστε τη ζωή. Πήγαμε στην Ελλάδα έξι φορές.
Η Αυστραλία για εμάς τους Έλληνες εκείνα τα χρόνια, ήτανε η σωτηρία. Ήτανε φιλόξενη χώρα γι' αυτό και μείναμε τόσα χρόνια, παρόλο που οι πιο πολλοί από εμάς, είχανε σκοπό να γυρίσουνε πίσω στην Ελλάδα ύστερα από δύο χρόνια, όπως λέγανε. περάσαμε τα σαράντα χρόνια στην Αυστραλία, και ακόμα εδώ, είμαστε.

Έλληνες στην Τασμανία

Ας επανέλθουμε όμως στην έρευνά μας και ας πάμε λίγο πιο μακριά, νότια της Αυστραλίας στην Τασμανία.. Και εδώ στη μακρινή Τασμανία θα συναντήσουμε Έλληνες, και ανάμεσά τους βέβαια θα συναντήσουμε και Λημνιούς.
Πριν σας διαβάσω τη μαρτυρία ενός χωριανού σας από την Ατσική να σας πω ότι ανάμεσα στους Έλληνες της Τασμανίας θα συναντήσουμε και τον κ. Στηβ Κωνσταντακόπουλο ή αλλιώς Στηβ Κονς.
Ο μόλις 45 ετών ομογενής πολιτικός, είναι βουλευτής και πρόσφατα ορκίστηκε αναπληρωτής πρωθυπουργός (Deputy Premier) στην Εργατική Κυβέρνηση της αυστραλιανής αυτής πολιτείας. Παράλληλα, διατηρεί τη θέση του γενικού Εισαγγελέα της Τασμανίας καθώς και τα Υπουργεία Εργασιακών Σχέσεων, Δικαιοσύνης και Χωροταξίας..
Ο κ. Κωνσταντακόπουλος μεγάλωσε στην Μελβούρνη και ολοκλήρωσε τις νομικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Τασμανίας. Μετά από σύντομη θητεία στον νομικό κλάδο δημιούργησε οικογενειακή επιχείρηση (κατάστημα υπεραγοράς) στην πόλη Burnie της Τασμανίας. Αργότερα εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος της πόλης και κατόπιν δήμαρχός της. Το 1998 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής στην έδρα Braddon, και ήταν Κοινοβουλευτικός Γραμματέας στον πολιτειακό πρωθυπουργό και υπεύθυνος στην βουλή για τον τότε υπουργό Οικονομίας, Ντέηβιντ Κρην.
Ας κλείσουμε εδώ την μικρή αυτή αναφορά για τον ομογενή μας, που πήρε όλα τα αξιώματα και ας ακούσουμε την μαρτυρία ενός άλλου Λημνιού, που πήγε από την Αυστραλία στην Tασμανία τον Ιανουάριο του 1957, του κ. Ηρακλή Ξύκη από την Ατσική.

Ήμουνα ο πρώτος Λημνιός που βρέθηκε στην Tασμάνια, και ο δεύτερος ήτανε ο Αντώνης Μεγαδούκας. Τώρα βρίσκονται περίπου ογδόντα πέντε Λημνιοί στην Τασμάνια με τους απόγονους, περισσότεροι από την Ατσική. Όλοι είναι εκεί επειδή εγώ συνέχεια έκανα προσκλήσεις σε συγγενείς και φίλους, οι οποίοι φέρνανε αρραβωνιαστικιές και αρραβωνιαστικούς, και συνέχεια πληθαίνανε.
Στην Τασμάνια, με ακολουθήσανε και τα αδέλφια μου. Ο αδελφός μου ο Λευτέρης με την γυναίκα του την Πόπη, ήλθανε από το Σύδνεϋ, και η αδελφή μου η Πόπη, ήλθε κατ΄ ευθείαν από την Ελλάδα, και πολλά εξαδέλφια και φίλοι
Ύστερα από δυο επιχειρήσεις με μεγάλη επιτυχία και μετά έξι χρόνια, βρισκόμουνα σε μεγάλη ακμή. Από άποψη υγείας, επιχειρήσεων, απολάμβανα, μεγάλη εκτίμηση μεταξύ ελληνικού κοινού και αυστραλέζικου, ήμουνα τότε είκοσι πέντε ετών. Με είχανε κάνει ευεργέτη στο γειτονικό Ποδοσφαιρικό Όμιλο, στο χωριό Νιού Φολκ. Ήμουνα μέλος στο Άιπεξ Κλαμπ, στο Λάιονς Κλαμπ, και στον Εμπορικό Σύλλογο, και με προτείνανε να βάλω υποψηφιότητα για δήμαρχος.

Οι Έλληνες της Αυστραλίας σήμερα

Για να δούμε τελειώνοντας ποιος είναι σήμερα ο ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας; σε τι κατάσταση βρίσκεται; ποιες είναι οι προοπτικές του; τι συμβαίνει ειδικότερα με τους δικούς μας τους Λημνιούς της Αυστραλίας;

Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έρευνα για το ποιοι είναι "Οι Έλληνες της Αυστραλίας σήμερα" δημοσίευσε η ομογενειακή εφημερίδα της Αυστραλίας ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ στις αρχές του 2004.
Επίσης στο Ελληνοαυστραλιανό Συμπόσιο του Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα ο Ελληνισμός της Αυστραλίας στις 27-28 Μαΐου, 2004 παρουσιάστηκε μια άλλη ενδιαφέρουσα εργασία με θέμα "Δημογραφικές Εξελίξεις, Εκπαίδευση και Οικονομικές Συνθήκες των Ελλήνων της Αυστραλίας" του Δρ Νικόλαου Π. Γλύτσου Ερευνητή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ)
Στην ερευνά μας αυτή εκτός από τις ως άνω πηγές μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, από τα στοιχεία της επίσημης Αυστραλιανής απογραφής του 2001, από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας απόδημου ελληνισμού, από μαρτυρίες ομογενών αλλά και των διοικητικών συμβουλίων των οργανώσεων της παροικίας μας καθώς και από τα στοιχεία του ΕΚΕΜΕ (είναι το Εθνικό Κέντρο Ελληνικών Μελετών και Ερευνών). Ιδρύθηκε το 1997 στο κρατικό Πανεπιστήμιο La Trobe της Μελβούρνης με στόχο «τη σπουδή και τη μελέτη της ελληνικής Διασποράς, η δημιουργία γνώσης σε θέματα μετανάστευσης, γλώσσας, πολιτισμού και κοινωνικο-οικονομικής παρουσίας των Ελλήνων και Κυπρίων της Διασποράς και η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και παιδείας στην Αυστραλία και στον ευρύτερο χώρο της Αυστραλοασίας».
Βοηθούμενοι λοιπόν από όλες αυτές της πηγές μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής:
Στην τελευταία επίσημη απογραφή του 2001, Έλληνες είχαν δηλώσει 449.007 άτομα. Το 2004, ο συνολικός αριθμός Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων ανερχόταν σε 520.000 άτομα και ήταν η τρίτη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της χώρας μετά τους Βρετανούς και τους Ιταλούς.
Η πόλη της Μελβούρνη παραμένει το εθνογλωσσικό κέντρο του Ελληνισμού της Αυστραλίας, εκεί είναι εγκαταστημένοι οι περισσότεροι Έλληνες (198.229)
Διαβάζουμε στο επίσημο site της τοπικής κυβέρνησης της Μελβούρνης
«Η Αθήνα είναι ένας κόσμος μακριά αλλά η Μελβούρνη έχει το μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό εκτός Ευρώπης. Η Lonsdale Street είναι η έδρα της Ελληνικής Κοινότητας στην Μελβούρνη, και οτιδήποτε ελληνικό εστιατόρια, καφετέριες, καταστήματα δώρων κλπ μπορεί να βρεθεί σε αυτό το μεγάλο δρόμο.
Στην Lonsdale Street, στη Μελβούρνη μπορείτε να βρείτε μερικά από τα καλύτερα φαγητά είτε αυτό είναι ένα ζουμερό αρνίσιο σουβλάκι, είτε ντολμάδες ή μουσακά θα το βρείτε εκεί, όμως τίποτα δεν θα ήταν στ΄ αλήθεια ελληνικό χωρίς ένα όμορφο ελληνικό κρασί!
Η Ελληνική κοινότητα δραστηροποιείται στην οδό Lonsdale από τις αρχές της δεκαετίας του 1900. Για περισσότερο από 100 χρόνια οι άνθρωποι εκεί παίζουν τάβλι πίνοντας καφέ. Κατά μήκος του δρόμου αυτού ακούτε ελληνική μουσική και οσμίζεστε την φανταστική κουζίνα-είναι δύσκολο να θεωρήσετε ότι είστε στη Μελβούρνη-και όχι στη Μεσόγειο…..».
Εκτός από τη Μελβούρνη ενισχυμένες αριθμητικά παρουσιάσθηκαν και οι ελληνικές παροικίες του Σύδνεϋ, όπου τα τελευταία χρόνια εγκαταστάθηκε μεγάλος αριθμός νέων Ελλήνων, από τις άλλες πολιτείες και κυρίως τη Μελβούρνη και την Καμπέρα. Ο αριθμός των Ελλήνων του Σύνδεϊ ανέρχεται σε 153.114 άτομα. Το Σύδνεϋ, όντας το εμπορικό κέντρο της χώρας, προσέλκυσε, παρέχοντας περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες, νέους επιστήμονες, απασχολούμενους στο ευρύτερο χώρο της οικονομίας, της τουριστικής βιομηχανίας και της διοίκησης επιχειρήσεων.
Τρίτη μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα παραμένει η Νότια Αυστραλία με 44.180 εποίκους ελληνικής καταγωγής. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μεγάλη αύξηση του αριθμού αυτών που μεταβαίνουν να εγκατασταθούν στο Κουΐνσλαντ (32.400 άτομα).
Στην πρωτεύουσα Καμπέρα ζουν συνολικά 5.380 Έλληνες, κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι και επιχειρηματίες. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται σταθερή έξοδος νέων Ελλήνων από την Καμπέρα προς το Σύδνεϋ και τη Μελβούρνη, αν και η αριθμητική αυτή απώλεια τελικά εξισορροπείται με την είσοδο νέων δημόσιων υπαλλήλων στα Υπουργεία της χώρας, που έρχονται από τις άλλες πολιτείες.
Έλληνες θα συναντήσουμε επίσης στο Ντάργουιν, όπου οι 4.200 περίπου Έλληνες της περιοχής αποτελούν το 9% του πληθυσμού της πόλης και διαδραματίζουν σπουδαίο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο. Τέλος οι Έλληνες της Τασμανίας ανέρχονται σε 2.575 άτομα και είναι εγκαταστημένοι κυρίως στο Χόμπαρτ και στο Λώσεστον, ανάμεσα τους και περίπου 100 Λημνιοί.
Οι συμπατριώτες οι Λημνιοί είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να υπολογιστούν, πρέπει να ξεπερνούν όμως με τους απογόνους τους τις 22.000. Από το δικό μου χωριό βρίσκονται στην Αυστραλία 23 άνθρωποι με τις οικογένειες τους. οι περισσότεροι είναι παντρεμένοι με άλλους Έλληνες και Ελληνίδες από την Πελοπόννησο την Κρήτη το Ιόνιο κλπ. Πού να κατατάξεις τα παιδιά τους όταν οι δυο γονείς τους κατάγονται από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας; Στους Λημνιούς ή στους Λευκαδίτες; Στους Λημνιούς ή στους Κρητικούς; Ή και στα δύο;
Αναζητώντας πληροφορίες για τον Λημνιακό πληθυσμό της Αυστραλίας άκουσα έκπληκτος τον πρόεδρο του συλλόγου του Κοντιά τον κ Ρούλια να μου λέει ότι υπάρχουν πέντε χιλιάδες!!! Κοντιατινοί στην Αυστραλία κυρίως στην Μελβούρνη με δικό τους ισχυρό σύλλογο εκεί κάτω. Ομολογώ δεν το πίστεψα και θέλησα να έρθω σε επαφή με το σύλλογο Κοντιά της Αυστραλίας. Πράγματι μίλησα με την κα Ελένη Καλκατζίκου πρόεδρο του συλλόγου Κοντιά της Μελβούρνης. Η κα Καλκατζίκου μου επιβεβαίωσε ότι πράγματι υπάρχουν τόσοι άνθρωποι από τον Κοντιά εκεί και έχουν σύλλογο από το 1959.
Ο σύλλογος τους οργανώνει 12-13 εκδηλώσεις το χρόνο, έχει τμήμα νέων, έχει γυναικείο τμήμα κυριών, έχει club ηλικιωμένων και ίσως είναι ο δυναμικότερος Ελληνικός σύλλογος ολόκληρης της Αυστραλίας.
Εδώ να σημειώσουμε ότι συλλόγους Λημνιών θα σηναντήσουμε σ΄ όλες τις μεγάλες πόλεις στην Μελβούρνη, στο Σύδνεϋ, στην Αδελαΐδα, στη Βικτώρια, στο Belmore, στην Καμπέρα.
Είχα την τύχη να βρεθώ τα Χριστούγεννα στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. Φυσικά επισκέφθηκα και το Club της Λημνιακής Αδελφότητας «Η Μαρούλα». Τεράστιος ιδιόκτητος χώρος, με 450 θέσεις παρκιν, με ωραία αίθουσα, μόνιμο προσωπικό, οι θαμώνες του ήταν αρκετοί, αλλά μάλλον μεγάλης ηλικίας άνθρωποι. Όταν το σχολίασα, μου διατύπωσαν το παράπονό τους «οι νέοι δεν έρχονται».
Δυστυχώς αυτό είναι αλήθεια. Σχεδόν παντού οι Λημνιοί μετανάστες της δεύτερης και πολύ περισσότερο της τρίτης γενιάς απομακρύνονται. Νέοι δυναμικοί και αρκετά μορφωμένοι πολλοί από αυτούς έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία της νέας τους πατρίδας περιορίζοντας την σχέση τους με την Ελλάδα. Θεωρώ ότι το φαινόμενο αυτό του αφελληνισμού των μεταναστών είναι πιο έντονο στην Αυστραλία και στην Λατινική Αμερική λόγω της πολύ μεγάλης απόστασης από την Ελλάδα που καθιστά δύσκολη την επαφή με την πατρίδα και δύσκολο το ταξίδι της επίσκεψης στην Ελλάδα. Σήμερα βέβαια η σύγχρονη τεχνολογία βοηθάει να υπάρχει μια επαφή, κυρίως με τη βοήθεια της δορυφορικής τηλεόρασης. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το ίντερνετ μάλλον είναι άγνωστα στους περισσότερους από τους συμπατριώτες μας της πρώτης γενιάς.
Να μην παραλείψουμε να αναφέρουμε, τον καθοριστικό ακόμη και σήμερα, ρόλο της εκκλησίας για την επαφή της Ελληνικής ομογένειας και της διατήρησης της γλώσσας. Το γεγονός αυτό το διαπίστωσα τα περασμένα Χριστούγεννα και τα Φώτα (του 2007-2008).Οι ελληνικές εκκλησιές ήταν γεμάτες. Τα Φώτα μετά το τέλος της λειτουργίας απ΄ όλες της εκκλησίες κατευθύνθηκαν όλοι στη θάλασσα. (Να επισημάνω ότι εκεί βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού).
Χιλιάδες Έλληνες και μεταξύ τους πολυάριθμοι Λημνιοί έδωσαν τον παρόν, όπως κάθε χρόνο στην παραλία Yarra Bay για την ρίψη του Σταυρού στη θάλασσα Στην εκδήλωση αυτή παρευρίσκοντο εκπρόσωποι της Αυστραλιανής Κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, οι οποίοι παρέμειναν για ώρες, στο τεράστιο picnic και στο γλέντι που ακολούθησε την θρησκευτική τελετή και που είχε οργανώσει η ελληνική παροικία, πράγμα που δείχνει την επιρροή της ομογένειας στην κοινωνία της Αυστραλίας.
Μπορεί όπως ανέφερα λίγο πριν, αρκετοί από τους νεότερους να έχουν ενσωματωθεί να είναι δυναμικοί, μορφωμένοι και επιτυχημένοι στην εργασία τους, αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους. Τα πράγματα σήμερα δεν είναι ευοίωνα σ΄ ότι αφορά την εργασιακή κατάσταση των νέων ελληνικής καταγωγής.
Σύμφωνα με το ΕΚΕΜΕ τεράστιο και κοινωνικά επώδυνο είναι το πρόβλημα της ανεργίας των νέων Ελλήνων της Αυστραλίας, αφού από το σύνολο των 360.000 ατόμων ηλικίας 16+, μόνον το 54.7% εργάζονται και αποτελούν μέρος της παραγωγικής δύναμης της χώρας.
Σχεδόν το 40% των Ελλήνων της Αυστραλίας είναι εκτός εργασιακής δύναμης. Πρόκειται για μια άσχημη κατάσταση, κοινωνικά δυσάρεστη που εγκυμονεί σοβαρότατα προβλήματα. Ιδιαίτερα υψηλός είναι ο αριθμός των νέων Ελλήνων ανέργων ηλικίας 15 έως 39 ετών, είναι σχεδόν διπλάσιος του μέσου όρου των πολιτών της Αυστραλίας.
Το πρόβλημα αυτό είδα ότι απασχολούσε και τους νέους Λημνιακής καταγωγής. Το άκουσα να το συζητάνε στις παρέες τους παρότι, οι περισσότεροι Λημνιοί με τους οποίους εγώ ήρθα σε επαφή, είχαν δικές τους δουλειές.
Οι συζητήσεις μαζί τους ήταν απόλαυση. Μου διηγήθηκαν για ώρες τις δύσκολες μέρες στην Ελλάδα τις δυσκολίες τα πρώτα χρόνια στην Αυστραλία, τις επιτυχίες τους τα κατορθώματά τους, μου είπαν ιστορίες σαν αυτές που ακούσατε πριν. Και βέβαια το καημό που είχαν οι περισσότεροι. Μας βλέπεις εμάς, μου έλεγαν, ήρθαμε για πέντε χρόνια να μαζέψουμε κάποια χρήματα και να επιστρέψουμε αλλά είμαστε εδώ 30 και 40 χρόνια και πια τα παιδιά μας μεγάλωσαν και έχουν τις δικές δουλειές τους εδώ και έχουμε και εγγόνια……Το όνειρο της επιστροφής για μας, τελείωσε.
Το όνειρο της επιστροφής όμως για άλλους έγινε πραγματικότητα, αρκετοί Λημνιοί επέστρεψαν και έτσι μετά το 1974 ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών άρχισε να μειώνεται. Σήμερα ο αριθμός των Λημνιών μεταναστών πρώτης γενιάς, είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό της δεκαετίας του 1980. Ο κυριότερος λόγος η φυσιολογική γήρανση του πληθυσμού, αφού η μετανάστευση πια από την Ελλάδα προς την Αυστραλία έχει εκμηδενιστεί.
Να τελειώσω μνημονεύοντας τις Ελληνικές και τις Λημνιακές οργανώσεις στην Αυστραλία. Οι πρώτες Ελληνικές Κοινότητες ιδρύθηκαν πρώτα στη Μελβούρνη γύρω στο 1900 και ύστερα στο Σύδνεϋ (οι περισσότερες υπάρχουν και δρουν μέχρι σήμερα). Πρώτη Λημνιακή Αδελφότητα είναι της Μελβούρνης από το 1939, η αδελφότητα του Συδνεϋ ιδρύθηκε το 1957.
Να αναφέρουμε τους συλλόγους και τις οργανώσεις στην Αυστραλία όπου δραστηριοποιούνται αρκετοί από τους Λημνιούς μετανάστες

• Ένωση Λημνιών Αδελαΐδας (Lemnos Brotherhood of SA)
• Αδελφότης Λημνιών Βικτώριας (Lemnian Community of Victoria)
• Αδελφότης Λημνιών Sydney Maroula (Lemnian ASSN of N.S.W "maroula")
• Πανλημνιακή Ομοσπονδία Αυστραλίας (Pan Lemnian Organisation Australia)
• Λημνιακή Αδελφότητα Περιοχής Πρωτευούσης (Lemnos Brotherhood of a.c.t.)
• Σύλλογος Κοντιά Λήμνου Μελβούρνης
• Εκπολιτιστικός Σύλλογος Μούδρου Λήμνου
• Ομοσπονδία Οργανώσεων Νήσων Αιγαίου (Federation of Greek Aegean Islands)

Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω τον πρόεδρο κ Σταύρο Τραγάρα και το Σύλλογο της Ατσικής που μου έδωσαν την ευκαιρία από το βήμα της αποψινής μας εκδήλωσης να παραθέσω τα στοιχεία αυτά.


Αμερική. Μόλις έφτασαν και μπαίνουν στη σειρά για τον πρώτο έλεγχο







O γυρισμός του ξενιτεμένου

Από το ημερολόγιο καταστρώματος Β’ του Γιώργου Σεφέρη


-Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες πού έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.

-Γυρεύω τον παλιό μου κήπο
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τούς μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις.
Θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια.
Θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' τα θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα' ρθουν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

-Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
πού κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ' αύτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχουνται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

-Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό πού βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

-Γιατί είναι απόμακρη ή φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου 'έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τούς ανθρώπους.

-Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
έδώ διαβαίνουν καί θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.


Μπαρκάρισμα στο υπερωκεάνειο για τη ξενιτιά








Μαρτυρίες μεταναστών

Συλλογή Σταύρος Τραγάρας


Θόδωρος Τσουβαλάς.
Έφγα για Αυστράλια το 1959. Έκαμα 27 μέρες απ΄ το Πόρτσάιδ. Μέχρι δεκεί πήγαμ με ένα Κυπριακό. Κάτσαμ στν Αίγυπτο 14 μέρες γιατί είχε το καράβ πρόβλημα. Συνολικά το ταξίδ κράτ’σε 49 μέρες. Πρόσκλησ’ με έκαμε ο αδερφόζεμ, που ήνταν στν Αντελαΐδα. Είχα και δυο αδερφές δεκεί. Στν αρχή βρήκα δλεια στα ναυπηγεία, 250 μίλια μακριγιά απ’ τν Αντελαΐδα. Μας δείξαν πρώτα τη δλεια κι ύστερα βάλαμ μπροστά. Καρφώναμ καρφιά πα στο σκαρί, εγώ κι ένας Πολωνός. Ανεβαίναμ και αψλά σε σκαλωσές. Κ’μούμαστε σε κατ παραπήγματα. Γίνταν πολλές φασαρίες κυρίως Σερβ με Κροάτες. Οι Σερβ έναι καλά παλλ’κάρια. Δούλεψα 6 μήνες.
Μετά βρήκα δλεια σε νταμάρ 600 μίλια απ’ τν Αντελαΐδα, στο κέντρο τς Αυστράλιας. Δούλευα πιστολέτο. Φκιάχναν χαλίκ’ για το δρόμο για τη Δυτική Αυστραλία, 2000 μίλια δρόμος. Δούλεψα εκεί ένα χρόνο. Μετά πέθανε ξαφνικά το αφεντικό. Ρον Κάζελ. Εντάξ άθρωπος. Μας έκοβε κάθε βδομάδα μια επιταγή 50 με 100 λίρες για να πιούμε μπύρα. Δεκεί είχαμ παράγκες. Μια φορά έπιασε μια ντραμντάνα και πήρε τς σκέπες. Όντας πέθανε ο Κάζελ τα πράματα αλλάξαν προς το κακό. Μας μαγείρευε η γναίκα τ’ επιστάτ’. Δε χόρταινα. Λέγω θα τα βροντήξω. Τι ήρτα στν Αυστράλια να πνω; Κάθομνα και στ’ Λήμνο. Φρούτα και λαχανικά δεκεί ήνταν δυσεύρετα. Ύστερα δούλεψα στα τραίνα 2,5 χρόνια. Κάμναμ μια τραινογραμμή. Δούλευα μπουλντόζα και φορτωτή. Είχε κοντά μια φάρμα και μας έδινε νερό. Γνώρσα το φάρμερ. Συνοηθήκαμ για συνεταίρ. Θα έπαιρνα το ένα τρίτο. Θα έσπερνα όσα στρέμματα μπόρουμνα σταρ, αλλά θα τον δούλευα και στα πρόβατα. Πήγε η χρονιά καλά, είδε πως έπεφτε πολύ στο μερτκό μ’ κι άρχισε να κλωτσά. Χαλάσαν οι καρδιές μας, έφγα. Ύστερα γίν’κα συνέταιρος σε άλλ’ φάρμα. Βάλαμ στάρια. Νερό δεν είχε. Για πιόσμο μαζεύαμ απ’ τ’ σκέπα. Άμα δεν έβρεχε δε γίνταν τα στάρια. Τα πρόβατα τα αφήναμ όξω. Δεν τα αμέγαμ. Αυτά έναι μόνε για το μαλλί και τα αρνιά. Σπέρναμ χ’λιάδες στρέμματα. Δεκεί παντρεύτκα. Η γ’ναίκα μ’ ήνταν και κειν’ μετανάστρια, απ’ τον Αγιοστράτ. Το δεύτερο παιδί το ξεγένν’σα εγώ. Είχα τον ασύρματο και συνεννοούμνα με το νοσοκομείο, που ήνταν ώρες μακριγιά. Εγώ το αφαλόκοψα. Οι Αυστραλοί έναι παλλ’κάρια. Άμα δεν είσαι μπαμπέγ’ς σε αγαπούνε.
Δεκεί που ήμνα είχε και τς άγριγ’ τς αμπορίτζιναλ. Πολύ καθυστερημέν’, πάμφτωχ’. Ανοίγαν τρύπες στν έρημο και ξετρυπώναν κατ μεγάλ’ βαθρακοί, που είχαν μια φούσκα που έπαιρνε ώσαμε ένα κιλό νερό. Τς σκοτώναν τς βαθρακοί για να πιούνε το νερό. Τα καγκουρώ μας ρμάζαν. Τα κυνηγούσαμ. Δεν τρώγ’ντεν. Μόνε η ουρά τς κάμεν’ πολύ όμορφ σούπα.
Έκατσα 17 χρόνια. Μετά ήρτα εδώ και πήρα χωράφια κι έκαμνα τον αγρότ μέχρι πρόπερσ’ που έπαθα το ατύχημα με τ’ φρέζα. Έμπλεξε σε κατ ρίζες, έβαλα τα χέρια μ’ να τ’ ξεμπλέξω, και με τα έκοψε και τα δυο. Το ένα το βλεπς δεν υπάρχ’ καθόλ. Το άλλο κρέμεται, ξύλο. Να είχα τουλάχιστον αντίχειρα να πιάνω. Δε μπορώ ούτε να ξεκουμπωθώ να κάμω τν ανάγκημ’ με το συμπάθειο. Αλλά δεν ντο βάζω κάτ. Όσο να ανασαίνω δε ντο βάζω κάτω.

Νίκος Κάντζος.
Εδώ στ’ Λήμνο ήνταν φτώχεια και δυστυχία. Μόνε δλεια, κανένα όφελος, ούτε το ψωμί δε χορταίναμ. Έσκαβε ο αδερφόζεμ ο Αθανάγ’ς ένα αμπέλ’ με τον Τραγάρα τον Κώστα, το μπαμπά σ’ γιατρέ. Το μεροκάματο ήνταν ένα πνακ’ σταρ. Ήνταν βροχερός ο καιρός, και δε τς ήφερε το αφεντικό ψωμί το μεσμέρ. Και μ’ ήλεγεν ο αδερφόζεμ ότι πέσαν μες στα ροπαν’δογούλια και τρώγαν να χορτάσνε. Ξερς τι θα πει να σκαβς ουλ’ τ’ μέρα και να τ’ βγαλ’ς με τα ροπαν’δογούλια; Εγώ δούλευα στς Γερμανοί. Ήμνα παιδέλ’. Σκάβαμ γαλαρίες για ένα κομάτ ψωμί. Τς παγαίναμ αυγά και μας δίναν κρυφά λίγο πετέλαιο για τς λάμπες. Όντας παγαίναμ στα ξύλα, κάμναμ ετς το χέρ μας και διώχναμ τς αβδέλες και πίναμ νερό απ’ τς λάκαρ.
Έφγα για Αφρική το 1960. Παιδεύομνα να φύγω και δε με αφήναν, λόγω τα φρονήματα. Λεγ’ να καμς δήλωσ’. Έκαμα. Τ’ βάλαν στν εφημερίδα και τ’ διεβάσαν και στν εκκλήσά. Μ’ έκαμε πρόσκλησ’ ο Κουτιτής κι έφγα.
Όντας πήγα δεκεί, τα πρώτα βήματα τς ξενιτιάς έναι πολύ σκληρά. Στν Αφρική απαγορεύνταν να δλέψες καζμά και φκιαρ. Σε τούτες τς εδλειές δλεύαν μόνε οι μαύερ. Έπρεπε να δλέψες σε φίσεν τσιπς. Και δεκεί πάλε δεν επιτρέμπνταν να καθαρίγ’ς πατάτες, μόνε οι μαύερ. Εμείς κάμναμ τς άλλες τς εδλειές, κυρίως σερβέρναμ. Δε ξέραμ τη γλώσσα. Δλεύαμ κανέ μήνα και μας διώχναν. Ε σιγά σιγά μάθαμ να συνεννοούμαστε. Σε δυο χρόνια πήρα και τν οικογένεια στν Αφρική. Μετά έκαμα θκη μ’ δλεια, φίσεν τσιπς. Τα φράγκα που βγάζαμ δε συγκρίνταν με τς Ελλάδας. Καλά φράγκα. Φράγκα όμως έπιασα επειδή πούλουμνα παράνομα πιοτά στς Αφρικάν’. Τα μαγαζά που πλούσαν οινοπνευματώδη κλείναν τα Σαββατοκύριακα. Αλλά οι Αφρικάν’ έναι μπεκρήδες. Είχα ένα πελάτ δικαστή μπεκρή το μίστερ Τέψεν που με προστάτευε. Με λεγ’ Νικ όταν θα σε πιάσνε, σε μένα. Όποτε ήρχενταν η αστυνομία, τον έπαιρνα τηλέφωνο και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Μια φορά με καλέσαν στ’ γενική ασφάλεια. Με λένε, σερβέρεν’ς πιοτά; Λέγω ναι. Με λένε εντάξ σέρβερνε, αλλά οχ’ τς μαύερ. Μια μέρα ήρτε ο αρχηγός τς αστυνομίας. Τον πήγα δυο κιβώτια μπράντυ. Με λεγ’ βάλτα στο αυτοκίνητο. Από τότε δε με ξαναενοχλήσαν. Ήρχενταν και αστυνομικοί και δικαστές και πίναν. Είχα ένα μαυρέλ’ τον Όμπετ. Το είχα βρει μες στα σκουπίδια, τσίτσαρο. Με λεγ’ η μάνα τ’ η Λίζα, Λίζα τ’ λέγαν, κράτα το σε παρακαλώ. Και βγήκε ένα έξυπνο παιδέλ’. Το είχα και βοηθούσε 10 χρόνια. Έμαθε και τα Λημνιά. Τραγούδγιε και ρεμπέτκα. Μόλις ήρχενταν αστυνομικοί, με ήλεγε: «Μίστερ Νικ, σκύλος, σκύλος». Η διδαχή που είχαν ήνταν να κλέβνε τς λευκοί. Έστω και μια καρφίτσα. Τα πράματα προς το τέλος, φαίνταν ότι θα ξεσκωθούνε. Σκοτωθήκαν πολλοί λευκοί. Είχαμ και δυο σκοτωμένα παιδιά απ’ το χωριό μας. Τ’ Φωτίω το Γιώργο και το Σάββα Καραγγιάν’. Τα μάζεψα και ήρτα. Έβγαλα φράγκα για να ζήσω λίγο καλά. Τώρα με ξεκουράζ ο Αγιαρμόλας.

Κώστας Πανέλας.
Η ξενιτιά έναι ξερζωμός. Η Ατσκή είχε 262 παιδιά στο δημοτικό και 2500 κάτοικ’ όταν εγώ ήμνα στο δημοτικό. Πόσεν’ εχ’ τώρα; Έφγα για τον Καναδά το 1953, με το «Νέα Ελλάς». Έκαμα 20 μέρες. Ταλαιπωριέμνα δυο χρόνια να φύγω. Χαρτιά, χαρτιά, και στο τέλος τίποτα. Φέρε το ένα το χαρτί, φέρε το άλλο. Μήνες αυτή η δλεια. Αλλ’ δε τς αφήναν να φύγνε καθόλ. Τι τα πολιτικά, τι άλλες αιτίες. Εμένα δε μ’ αφήναν λόγω φρονημάτων. Τς ήλεγα εγώ έκαμα τέσσερα χρόνια στον εθνικό στρατό, τέσσερα χρόνια πολέμομνα τς αντάρτες. Έχω τέσσερα μετάλλια ανδρείας. Μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων, αργυρούν αριστείο ανδρείας, δεκανέας επ’ ανδραγαθεία και λοχίας επ’ ανδραγαθεία. Τίποτα. Τρόμαξα να φύγω μετά από δυο χρόνια, έδωκα και 10 χρυσές λίρες για να πάρω αποδημία. Σαν τελείωσε ο πόλεμος, τότε τον λέγαμ συμμοριτοπόλεμο, κατβήκαμ στν Αθήνα. Φλάγαμ κατ αποθήκες με φορτηγά με το νταμπάκ’ το Γιώρεγ’. Μας δίναν καμιά πατάτα και τγανίζαμ να μην πεθάνομ. Ούτε μεροκάματο ούτε τίποτα. Πολλές φορές είπα, θεέ μ’ δε μ’ έκαμνες σκύλο σε ένα πλούσιο άθρωπο; Τουλάχιστο θα έτρωγα ένα κομμάτ ψωμί. Μια φορά ήνταν η μάνα μ’ άρρωστ, καθέρσεν ένα πορτοκάλ’ και πέταξε τα τσέφλια πα στ’ γκοπρεγιά. Πήγε ένα παιδέλ’ (λέει το όνομά του) πήρε τα τσέφλια και τα έφαγε. Τρώγαμ τα μούχλια τα ψωμιά και μας λέγαν καλά έναι, θα βγάλτε και μστάκια.
Εγώ ήμνα μαραγκός. Όταν έφτασα στον Καναδά δεν εύρισκα δλεια μαραγκού, γιατί δεν ήξερα τ’ γλώσσα. Βρήκα δλεια σα μπογιατζής σε εργοστάσιο που έφκιανε σωλήνες. Βάφαμ τς σωλήνες. Χιλιάδες εργάτες, εκατομμύρια σωλήνες. Πιο πολλή μπογιά πήγαινε πα στα μούτρα μ’ και στα μαλλιά μ’ παρά στς σωλήνες. Μετά 6 μήνες πήγα στς καταρράκτες, εργάτς, φκιάναμ ένα φράγμα για ηλεκτρισμό. 1,25 δολάρια τν ώρα, 10 δολάρια σε 8 ώρες, καλά λεφτά. Δούλεψα 8 μήνες. Μετά βρήκα δλεια σα μαραγκός σε οικοδομές. Μετά από χρόνια αν’ξα θκο μ’ μαγαζί, φαγάδκο. Ψαρ, πατάτες κι άλλα τριάντα είδη. Έκαμα προκοπή. Στον Καναδά έκαμα 51 χρόνια.
Ο τρόπος που μας αντιμετωπίζαν οι ντόπιοι τα πρώτα χρόνια ήνταν πολύ κακός. Μπάσταρδ Έλληνες μας ανεβάζαν, μπάσταρδ Έλληνες μας κατβάζαν. Αλλά τι να πεις και πού να πας; Κατέβαζες το κεφάλ’ και δε μλούσες.
Ουλ’ που ταλαιπωρηθήκαμ απ’ τ’ φτώχεια και τ’ κακομοιριά, προσπαθήσαμ να σπουδάσομ τα παιδιά μας για να ζήσνε λίγο πιο άνετα. Τι τα ψάχεν’ς όμως; Εμείς μσομλούμε τα Καναδέζκα, τα παιδιά μας μσομλούνε τα Ελληνικά, και τα αγγόνια μας δε μλούνε καθόλ Ελληνικά. Σα να είμαστε εμείς σε άλλο κόσμο και κειν’ σε άλλο. Τώρα που γέρασα και σκέφτομαι τ’ ζωή μ’ είμαι πολύ μπερδεμένος. Άμα βάλω απ’ τη μια τα συν τς ξενιτιάς, κι απ’ τν αλλ’ τα πλην, δεν ξέρω από πού γέρεν’ η πλάστιγγα. Απ’ τν αλλ’ λέγω ότι εμείς δε μπορούσαμ να κάμομ κατ άλλο. Αυτό ήνταν το γραφτό μας γιατί οι καταστάσεις που ζήσαμ σαν νέοι ήνταν χειρότερες κι από τραγικές.




Από καρτ ποστάλ των αρχών του 20ού αιώνα




Κώστας Λάζος.
Ο πατέρας μου έγινε μετανάστης σε ηλικία 13 χρονώ. Η γιαγιά μ’ είχε δυο αδερφές, και οι τρεις κάμαν 37 παιδιά. Οι δυο από 12 και η αλλη 13. Ο πατέρας μου ήταν το πιο μικρό παιδί. Γεννήθηκε το 1880. Είχε ένα μεγάλο αδερφό στην Αίγυπτο. Η μάνα του ήθελε να τον στείλει κοντά του για να σπουδάσει. Μπάρκαρε για Αίγυπτο από τον Πλαγίσο μώλο, ένα όρμο μεταξύ Πλατύ και Θάνος, με ένα καΐκι. Τον ετοίμασε ένα σακκί παξιμάδια, τρία τέσσερα ξερά τυριά και ένα πάπλωμα. Όταν τον αποχαιρέτησε, τον φίλησε, έβγαλε το τσεμπέρι της, έριξε τα μαλλιά της πάνω στο κεφάλι του και του είπε: «Όσα μαλλιά εχ’ το κεφάλιεμ τόσα μελεγούνια να αποκτήγ’ς». Μελεγούνια ήταν τα εκατομμύρια. Όταν ο πατέρας μου έφτασε στην Αίγυπτο, ποιος ξερει μετά πόσες μέρες, τον πήγε ο καπετάνιος στη διεύθυνση του αδερφού του. Εκεί έπεσε πάνω στην κηδεία του αδερφού του, ο οποίος είχε πεθάνει την προηγούμενη. Έμεινε λοιπόν απροστάτευτος. Είχε κάτι χωριανούς εκεί και του έδωσαν δουλειά σε ένα μπακάλικο. Μερνούσε τα τρόφιμα με το ζεμπίλι. Μετά 2-3 χρόνια μπήκε σε ένα βαπόρι φορτηγό λαθρεπιβάτης για Αμερική. Βγήκε στην Αμερική χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Έγραψε σε ένα χαρτί «Είμαι Έλληνας», το κρέμασε στο λαιμό του και περπατούσε απελπισμένος. Τον είδε ένας Έλληνας και τον ρώτησε από πού είναι. Λέει από τη Λήμνο, από το Θάνος. Εδώ κοντά του λέει μένουν κάτι Θανιώτες. Τον πήγε και τους έκανε κάτι κουτσοδούλια και θελήματα, για το φαΐ μόνο. Τρώγαν λέει μόνο φασολάδα. Ήταν στη Νέα Υόρκη. Έξω από την Νέα Υόρκη υπήρχαν χωράφια με άγριες μηλιές, πήγαιναν και έκοβαν μήλα και έτρωγαν. Δούλεψε εργάτης στα τραίνα και ύστερα εργάτης σε μεταξουργεία. Έγινε άριστος μεταξουργός. Εκεί γνώρισε και τη μάνα μου, που την είχε πάρει ο αδερφός της στην Αμερική να την παντρέψει. Το 1912 απελευθερώθηκε η Λήμνος. Από φιλοπατρία ήρθε να πολεμήσει, γιατί οι Λημνιοί το είχαν παράπονο που οι παλιοελλαδίτες τους έλεγαν τουρκόσπορους. Έφερε στην Λήμνο και τη μάνα μου. Μόλις ήρθε στην Ελλάδα γεννήθηκε και η πρώτη αδερφή μου. Έκαμε δυο χρόνια στρατιώτης στους Βαλκανικούς πολέμους. Έφυγε για Αμερική αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του για να ξεθανατίσει τη μάνα του, δηλαδή τη γιαγιά μου και μετά θα την έπαιρνε πάλι στην Αμερική. Αντί ένα δυο χρόνια όπως υπολόγιζαν, η μάνα του έζησε άλλα 25 χρόνια. Ξαναήρθε στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια, το 1924. Έσπειρε εμένα. Ξαναγυρίζει το 1929. Σπέρνει την άλλη μου αδερφή. Εγώ ήμουν 4 χρόνων. Με αγκάλιασε και είχε γένια που με αγκύλωσαν στο πρόσωπο. «Θείο με κεντρών’ς» του είπα, αφού η έννοια πατέρας μου ήταν άγνωστη. Από το 29 ξανάρθε το 34. Κάθε φορά έφευγε μόνος του. Η μάνα μου με τα παιδιά στη Λήμνο. Ξαναήρθε και ξανάφυγε το 38, με σκοπό σε λίγο καιρό να πάρει επιτέλους την οικογένειά του στην Αμερική. Έγινε ο πόλεμος και ήρθε ξανά το 47. Εγώ πήγαινα φαντάρος, ήμουν 22 χρόνων και τον πατέρα μου τον είχα δει συνολικά ελάχιστους μήνες σε όλη μου τη ζωή.
Στην Αμερική ήταν υφαντουργός. Συνεργάστηκε με ένα άλλο Λημνιό, πήραν ένα δάνειο και είχαν 25 αργαλειούς. Στο ισόγειο είχαν ένα μαγαζί κάτι Εβραίοι και το υφαντουργείο του πατέρα μου ήταν στον πρώτο όροφο. Έβαλαν οι Εβραίοι φωτιά στο μαγαζί για να πάρουν την ασφάλεια, κάηκε και το υφαντουργείο του πατέρα μου που ήταν ανασφάλιστο, ξανά από την αρχή, πιατάδες τώρα. Ο πατέρας μου έζησε στην Αμερική κοντά 60 χρόνια. Έφερνε λεφτά, έκαμε κάτι αγορές, χωράφια, πάντρεψε τις αδερφές μου, αλλά η οικογένειά του σχεδόν ολόκληρη τη ζωή την πέρασε χωρίς αυτόν. Το τέλος του δεν ήταν ευχάριστο, έφυγε με παράπονο, λόγω μιας οικογενειακής συμφοράς με μια αδερφή μου, δεν θέλω να αναφερθώ, τέλος πάντων όλη του τη ζωή έζησε σχεδόν μόνος στα ξένα και έφυγε και καταπικραμένος από τη ζωή.





Γερμανία. Με τα παιδιά και τις βαλίτσες περιμένει στο σταθμό του τραίνου να την παραλάβουν







Μια αυτοβιογραφική ματιά στη μετανάστευση

Γιώργος Τσιμουρής


Πάρα το γεγονός ότι ασχολούμαι ερευνητικά με το θέμα της μετανάστευσης, αντιμετώπισα με κάποια αμηχανία την πρόσκληση του Σταύρου Τραγάρα, φίλου μου από τα μακρινά/κοντινά χρόνια της εφηβείας μου και ξάδελφου, να συμβάλλω στη σημερινή εκδήλωση. Οι γνώσεις μου βασίζονται κυρίως σε μελέτες που έχουν δημοσιευθεί και αφορούν την ελληνική και τη διεθνή μετανάστευση, αλλά σχετικά με τη μετανάστευση της Λήμνου και ειδικά της Ατσικής οι γνώσεις μου είναι περιορισμένες. Οι γνώσεις αυτές είναι βιωματικές, βασίζονται δηλαδή στο απλό γεγονός ότι έζησα και μεγάλωσα τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 στην Ατσική, αλλά και με το γεγονός ότι έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στη Λήμνο. Από τότε χρειάστηκε να αλλάξω πολλές φορές τόπο εγκατάστασης και χώρο εργασίας και κάθε φορά αντιμετώπιζα παρόμοιες δυσκολίες το πρώτο τουλάχιστο διάστημα. Οι δυσκολίες αυτές αφορούσαν τις επιφυλάξεις και τη δυσπιστία των κάθε φορά «ντόπιων»και των «εγκατεστημένων» προς αυτόν «που δεν ξέρουμε από πού κρατά η σκούφια του». Οι πρώτες μου βιωματικές μνήμες ‘ξενικότητας’, του αισθήματος δηλ. του ξένου αφορούν την πρώτη μου παιδική ηλικία. Σε ηλικία πέντε ετών μετακομίσαμε από την Κρηνίδα, έναν οικισμό δυτικά της Ατσικής. Είμασταν μια από τις τελευταίες οικογένειες που εγκατέλειψαν τον οικισμό αφού, με τα λόγια του πατέρα μου δεν ‘υπήρχε ούτε σχολειό, ούτε παπάς ούτε μαγαζί να ψωνίσουμε’. Θυμάμαι λοιπόν το πρώτο διάστημα μετά την εγκατάστασή μας στην Ατσική να με ακολουθεί ένα τσούρμο από παιδιά αποκαλώντας με ‘γιαλαμά τσ’ Κηρνίδας’, καθώς με θεωρούσαν ‘ξένο’, εκτός τόπου. Η ερευνητική ενασχόληση μου με το θέμα της εγκατάστασης και της διαδρομής των Ρεϊσντεριανών Μικρασιατών προσφύγων δηλ. των κατοίκων του Αγίου Δημητρίου , στη Λήμνο, το οποίο ήταν το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής, με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα την κατάσταση και τις συνθήκες ζωής στη Λήμνο, τόσο κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όσο και κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Παρόμοια, η ενασχόλησή μου τα τελευταία χρόνια με τον αναγκαστικό εκπατρισμό των Ιμβρίων απ’ την Τουρκία, σ’ ένα πλαίσιο έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, φώτισε άλλη μια πλευρά της ίδιας της Λήμνου, αφού ένας μεγάλος αριθμός Ιμβρίων κατέφυγανστην Λήμνο με καΐκια ως φυγάδες τις δεκαετίες του –60 και του –70. Ένας μεγάλος αριθμός των Ιμβρίων φυγάδων (δυο εκατοντάδες περίπου) έμειναν μόνιμα. Μέσα από τα αρχεία, αλλά και από προφορικές αφηγήσεις, διαπίστωσα την έντονη κινητικότητα που υπήρχε ανάμεσα στα δυο νησιά πριν την συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και ιδιαίτερα πριν το 1912, όταν και τα δυο νησιά ανήκαν στην φθίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για την παρουσίαση αυτή προσπάθησα λοιπόν να αναστοχαστώ αυτά τα προσωπικά μου βιώματα και να τα δω ξανά στο φως της θεωρίας της μετανάστευσης. Να τοποθετήσω δηλ. τις προσωπικές, σκόρπιες, έντονες παρ’ όλα αυτά, μνήμες, σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από κίνηση και μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών και πληροφοριών, και ρυθμίζεται από τους νόμους της παγκόσμιας πλέον αγοράς σε συνδυασμό με κρατικές πολιτικές. Σ’ ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από αιματηρούς πολέμους, ‘ανταλλαγές πληθυσμών’, μαζικές εκτοπίσεις και εξορίες. Σ’ ένα κόσμο, που πολλοί άνθρωποι, πολύ συχνά άμαχοι, αναγκάζονται να εκτοπιστούν για να επιβιώσουν. Σ’ αυτό τον κόσμο, αν και συχνά η απόφαση της μετακίνησης χρεώνεται σ’ αυτούς που μετακινούνται, οι τελευταίοι αποτελούν, πολύ συχνά, τα θύματα της μετακίνησης. Στην περίπτωση των προσφύγων με σαφή τρόπο, στην περίπτωση των μεταναστών με λιγότερο σαφή τρόπο, η απόφαση της μετακίνησης υπαγορεύεται από γενικότερες συνθήκες εξαναγκασμού που υπερβαίνει τη θέληση αυτών που φεύγουν. Κάνουν δηλ. την ιστορία τους σε συνθήκες που δεν τις επιλέγουν οι ίδιοι: η μετακίνηση για λόγους επιβίωσης αποτελεί πάντα ένα στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Η νεότερη ιστορία της Λήμνου, και όχι μοναδικά αυτής, δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς να σκιαστεί από το μεγάλο κεφάλαιο της προπολεμικής και μεταπολεμικής μετανάστευσης, υπερπόντιας και ευρωπαϊκής. Η ιστορία αυτή δεν θα ήταν δυνατόν επίσης να γραφτεί αν αποσιωπούσαμε την παρουσία των χιλιάδων προσφύγων από τα Μικρασιατικά παράλια. Πριν τον ερχομό των προσφύγων του ΄22 ο πληθυσμός της Λήμνου ήταν γύρω στις 25 χιλιάδες, στον οποίο προστέθηκαν οι 5.000 χιλιάδες Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι τελευταίοι προέρχονταν από 12 διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Απ’ αυτούς οι μεγαλύτερες και πιο συμπαγείς ομάδες ήταν οι Ρεϊστεριανοί και οι Κουταλιανοί που ίδρυσαν δυο νέα χωριά, τον Άγιο Δημήτριο, που πριν το 22 ήταν Μουσουλμανικός οικισμός με το όνομα Λέρα και τη Νέα Κούταλη, η οποία χτίστηκε σε περιοχή που πριν το ‘22 ήταν μοναστηριακό κτήμα. Ο πληθυσμός αυτός άρχισε να φθίνει σημαντικά κατά το μεσοπόλεμο ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης στην Αμερική, στην Αφρική, στην Αυστραλία και στην Αίγυπτο για να συνεχιστεί κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50 και του ’60 κυρίως προς την Αυστραλία, την Αφρική, το Καναδά και την Γερμανία, αν και στη τελευταία περίπτωση η μετανάστευση είχε προσωρινό χαρακτήρα. Αν σ’ αυτές τις μετακινήσεις προσθέσουμε και την εσωτερική μετανάστευση προς τις μεγάλες πόλεις και κυρίως προς την Αθήνα, ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό η εικόνα της ερήμωσης που παρουσιάζουν σήμερα πολλά απ’ τα χωριά του νησιού.
Όμως γιατί η μεταπολεμική μετανάστευση είχε το χαρακτήρα μαζικής φυγής; Παρά το γεγονός ότι η απάντηση είναι προφανής αξίζει να τη θυμηθούμε. Η κατάσταση στη Λήμνο μεταπολεμικά μοιάζει σημαντικά με πολλές περιφέρειες της Ελλάδας. Υπανάπτυξη, ανεργία, μετεμφυλιακή πόλωση, κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Όταν η ορατή κατάσταση πραγμάτων είναι πολύ απαισιόδοξη η ελπίδα στρέφεται σ’ ένα μακρινό ‘αλλού’. Στις μελέτες που αφορούν τη μετανάστευση για να κατανοήσουμε τη μετακίνηση ανθρώπων αναφερόμαστε συνήθως τουλάχιστον σε τρεις διαπλεκόμενους παράγοντες.

1. Η πρώτη κατηγορία παραγόντων αφορούν όλους εκείνους τους λόγους που ‘διώχνουν’ τον μετανάστη από τον τόπο διαμονής του. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να είναι οικονομικοί, πολιτικοί, περιβαλλοντικοί κ.ο.κ. Η ίδια η μετανάστευση επιτείνει την παραπέρα μετανάστευση ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων. Για παράδειγμα πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν όταν είδαν το χωριό τους να ερημώνεται ή σ’ άλλες περιπτώσεις νέες κοπέλες έκαναν ένα υπερπόντιο ταξίδι για να συναντήσουν το ‘γαμπρό’ μετά από ένα προξενιό δι’ αλληλογραφίας η/και την πρωτοβουλία ενός μεσιτικού γραφείου ανθρώπων, καθώς η μετανάστευση είχε ήδη διαταράξει την ισορροπία των δυο φύλων στον τόπο καταγωγής.
2. Η δεύτερη κατηγορία παραγόντων αφορά όλους εκείνους τους λόγους που έλκουν τον μετανάστη στον τόπο προορισμού. Στην περίπτωση των προσφύγων ο τόπος/χώρα προορισμού μπορεί να υπαγορεύεται από ανάγκες επιβίωσης, δηλ. η χώρα καταφύγιο τυχαίνει να είναι η πλησιέστερη στην εστία κρίσης ή ο τελευταίος σταθμός μιας ‘διεθνούς οδού’ παράνομης διακίνησης ανθρώπων.
3. Η τρίτη κατηγορία παραγόντων αφορά τους τρόπους και τα μέσα διακίνησης των πληροφοριών ανάμεσα στον τόπο καταγωγής και τον τόπο προορισμού και την ύπαρξη ή όχι δικτύων που υποστηρίζουν τους μετανάστες κατά την πρώτη περίοδο μετά την άφιξη τους.

Ας δούμε στη συνέχεια τις κυριότερες αιτίες για το μετασχηματισμό της Ελλάδας σε μια χώρα υποδοχής μεταναστών καθώς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ήταν χώρα αποστολής μεταναστών:
 Η πρώτη αιτία είναι γεωγραφική και συνδέεται με τη σχετικά εύκολη είσοδο στη χώρα μέσω των εκτεταμένων ορεινών συνόρων και των αναρίθμητων νησιών του Αιγαίου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα συνορεύει με χώρες που είναι σε κατάσταση πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Λαμβάνοντας υπ’ όψη τα παραπάνω, η φύλαξη των συνόρων παραμένει ανεπαρκής για να αποτρέψει τις εισροές και δεν αποτελεί την ιδανική ανθρωπιστική λύση αποτροπής. Επίσης, η έντονη εξάρτηση της χώρας από τη ναυτιλία και τον τουρισμό την κάνει ακόμα πιο προσπελάσιμη σε πιθανούς μετανάστες.
 Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με την επιβολή αυστηρότερων μεταναστευτικών ελέγχων από τις παραδοσιακές χώρες αποστολής της Β.Δ. Ευρώπης σε συνδυασμό με την χαλαρή ελληνική πολιτική. Έτσι έχουμε το «φαινόμενο εκτροπής» των μεταναστών από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορά σε χώρες του Ευρωπαϊκού νότου όπως η Ελλάδα.
 Η τρίτη αιτία είναι η αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας κατά τις τελευταίες μεταπολεμικές δεκαετίες και η σχετική μείωση της οικονομικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην Ελλάδα και στις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες οικονομικές και δημογραφικές πιέσεις των χωρών του Τρίτου Κόσμου και κυρίως των χωρών της απέναντι πλευράς της Μεσογείου.
 Οι ριζικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989 – 1990 είναι ένας ακόμη παράγοντας. Η μαζική είσοδος Αλβανών στην Ελλάδα μετά το 1990 και οι αυξανόμενοι αριθμοί εισερχομένων από χώρες όπως η πρώην Γιουγκοσλαβία, Πολωνία και Βουλγαρία πρέπει να αποδοθούν κυρίως σε αυτό τον παράγοντα.
 Η τελευταία αιτία είναι η ζήτηση χαμηλά αμειβόμενης, ανειδίκευτης εργασίας των μεταναστών οφειλόμενη σε συγκεκριμένα κοινωνικο - οικονομικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας της χώρας. Η ζήτηση αυτή στην περίπτωση της Ελλάδας οφείλεται σε τρεις αλληλένδετους λόγους. Πρώτη αιτία είναι η εμμονή της Ελλάδας στην ανεπίσημη οικονομία και ο κατακερματισμός της σε πολλές, συνήθως οικογενειακές, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Δεύτερος λόγος είναι η εποχικότητα και η εντατικοποίηση της χειρωνακτικής εργασίας σε πολλούς τομείς της Ελληνικής οικονομίας όπως η γεωργία, οι κατασκευές, ο τουρισμός και άλλες υπηρεσίες. Η τρίτη αιτία είναι η άρνηση της χαμηλά αμειβόμενης και χαμηλού κύρους εργασίας από τους ντόπιους εξαιτίας υψηλότερων εκπαιδευτικών επιπέδων, υψηλότερων κοινωνικο-οικονομικών προσδοκιών και αργοπορημένης εισόδου στην αγορά εργασίας των νέων. Η άρνηση της χαμηλά αμειβόμενης και χαμηλού κύρους εργασίας από τις ελληνίδες, ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη παρουσία των μεταναστριών στον τομέα της οικιακής εργασίας.

Έχοντας τα παραπάνω υπ’ όψη σχετικά με τους λόγους της μετανάστευσης, ας επιστρέψουμε στη Λήμνο. Η μεγάλη φτώχεια και η έλλειψη οποιασδήποτε αναπτυξιακής προοπτικής είναι οι αιτίες που οδήγησαν πολλούς Λημνιούς στους δρόμους της μετανάστευσης. Η αίσθησή μου είναι ότι κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες τα δίκτυα που στηρίζουν τη μετανάστευση των Λημνιών στις νέες τους πατρίδες είναι κατά κανόνα δίκτυα συγγενικά ή τοπικά, πράγμα που ερμηνεύει γιατί ολόκληρα χωριά εγκαταστάθηκαν σε μια ορισμένη περιοχή ή σε μια ορισμένη πόλη. Οι μετανάστες αυτοί, είναι ως επί το πλείστον αγρότες ή αγροτικής καταγωγής που φεύγουν από μια περιοχή που ακόμα είναι άγνωστο το ηλεκτρικό ρεύμα, το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, άνθρωποι που συχνά δεν γνωρίζουν να γράφουν και να διαβάζουν και δεν μιλούν την γλώσσα της χώρας υποδοχής και πάνε να εγκατασταθούν σε μια μεγαλούπολη της Αμερικής, της Αυστραλίας ή της Γερμανίας και να ζήσουν την ξενιτιά.
Τη δεκαετία του ’50 φαίνεται να υπάρχει μεγάλο ιδιωτικό ενδιαφέρον απ’ την πλευρά ταξιδιωτικών πρακτόρων, όπως προκύπτει από τη σχετική αρθρογραφία της εποχής. Ας δούμε σ’ αυτό το πλαίσιο μια ανακοίνωση του ‘Πρακτορείου Ταξειδίων και Μεταναστεύσεων’ Σάββα Κόρακα, στο ‘Κάστρο’ της Λήμνου, το έτος 1951. (Μεταφέρω με ακρίβεια την ανακοίνωση).

ΜΕΤΑΝΑΣΤΑΙ Το συμφέρον σας είναι να αναθέσητε κάθε υπόθεσίν σας ταξειδιωτικήν ή Μεταναστευτικήν εις το Γραφείον μας, διότι είναι το μόνον εν ΛΗΜΝΩ νομίμως εργαζόμενον Πρακτορείον ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΝ δυνάμει της υπ. αριθ. 1571 αδείας Υπουργού Εσωτερικών και δια των εν ΑΘΗΝΑΙΣ και αλλοδαπή συνεργατών του ενημερούται επί των εκάτοστε τροποποιήσεων των μεταναστευτικών Νόμων όλων των χωρών.
Οι εκατοντάδες των μεταναστών που εξηπηρετήθησαν από το Γραφείον μας είναι η καλυτέρα ρεκλάμα μας.
Προτιμήσατε τα Γραφεία μας δια να αποφύγετε άσκοπα έξοδα και ταλαιπωρίας. (Εφημερίδα ‘Λήμνος’ 22 Απριλίου 1951).

Ένα μεγάλο μέρος των μεταναστευτικών μελετών αφορούν τη δημογραφική πλευρά της μετανάστευσης, τα οικονομικά της, τις ωφέλειες και τις ζημιές για το κράτος απ’ το οποίο ο μετανάστης αναχωρεί και τις ωφέλειες ή τις ζημιές για το κράτος στο οποίο ο μετανάστης εγκαθίσταται. Προσωπικά και ανθρωπολογικά μ’ ενδιαφέρει περισσότερο η ίδια η εμπειρία της μετανάστευσης, το στοιχείο της οδύνης και του πόνου που αναδεικνύεται σε κάθε μεταναστευτική ιστορία τόσο γι’ αυτούς που φεύγουν όσο και γι’ αυτούς που μένουν. Με ενδιαφέρει όμως η μετανάστευση και ως πεδίο δυνατοτήτων και ως υπέρβαση ορίων, ως διεύρυνση των οριζόντων του μετανάστη ή της μετανάστριας.
Ένας μεγάλος αριθμός δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών, αλλά και του λαϊκού πολιτισμού γενικότερα αναφέρεται σ’ αυτό. Σκεφτείτε όλα αυτά τα τραγούδια που αναφέρονται στη ξενιτιά, σκεφτείτε όλες εκείνες τις καταστάσεις στις οποίες παραπέμπει ο όρος ζωντανός χωρισμός, ξένος, το ρήμα ξενίζω και ξενίζομαι, αποξενώνομαι, ξεριζώνομαι. Στο δημοτικό τραγούδι χρησιμοποιείται ο όρος μισεύω, δηλ. είμαι ο μισός εδώ και ο μισός εκεί. Γράφοντας τα αυτά, θυμάμαι τα τραγούδια του Καζαντζίδη που ‘μιλούν’ για την μετανάστευση, και το πάθος με το οποίο τραγουδήθηκαν για πολλές δεκαετίες από μετανάστες και μη.
Καθόλου παράδοξα, διαφορετικές γλώσσες αναδεικνύουν τη μεταίχμια θέση του μετανάστη, ανάμεσα σε δυο πατρίδες, και την οδύνη που η θέση αυτή συνεπάγεται. Σύμφωνα με μια παροιμία των Ιροκέζων «αυτός που εγκαταλείπει την χώρα του δεν έχει πλέον πατρίδα, γιατί έχει δυο πατρίδες: την παλιά του πατρίδα και την καινούργια του πατρίδα». Οι περισσότερες ιστορίες μετανάστευσης, περισσότερο ή λιγότερο αναγκαστικές, επιβεβαιώνουν με ακρίβεια την οδυνηρή οδύσσεια του εκπατρισμού. Μ’ άλλα λόγια κανείς δεν εκπατρίζεται μόνο με αισθήματα χαράς. Ακόμα και οι ιστορίες του ‘επιτυχημένου μετανάστη’ εμπεριέχουν το αίσθημα της οδύνης, του αποχωρισμού από το οικείο περιβάλλον, τη νοσταλγία της οικογένειας, των φίλων, του τοπίου, των γιορτών, των παραδόσεων και τη νοσταλγία της οικειότητας της μητρικής γλώσσας. Κάθε μεταναστευτική ιστορία λοιπόν εμπεριέχει το τραύμα της απώλειας, το αίσθημα του να νοιώθει κανείς χαμένος στη μεγάλη πολιτεία, τα αισθήματα ανησυχίας και αποξένωσης στον ξένο τόπο, αλλά και της απουσίας απ’ τα μεγάλα γεγονότα της πατρίδας – μια γέννηση, ένας γάμος, ένας θάνατος. Η αποξένωση και η ένταση που υπαινίσσεται η παροιμία που προανέφερα επιβεβαιώνεται και κατά τον επαναπατρισμό του μετανάστη. Ούτε ο άνθρωπος που επιστρέφει είναι ο ίδιος - η μετανάστευση τον έχει αλλάξει - άλλα ούτε και η πατρίδα στην οποία επαναπατρίζεται έχει παραμείνει ή ίδια: θυμάμαι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε επιστρέψει στην Ατσική μετά από πολλές δεκαετίες στην Αυστραλία. Έκλαιγαν λέγοντας «πώς μεγαλώσαμε σ’ αυτά τα σπίτια; Αυτά δεν είναι σπίτια είναι στάβλοι». Μετά από λίγο διάστημα έφυγαν πίσω στην Αυστραλία. Θυμάμαι επίσης τους ‘Μικρασιάτες’ που είχαν γεννηθεί στον Άγιο Δήμητρη να χρησιμοποιούν τον όρο ‘πατρίδα’ για το ‘Ρεϊσντερέ’ της Μικράς Ασίας –μια πατρίδα της φαντασίας - και τους πιο ηλικιωμένους να μιλούν και να τραγουδούν για την πατρίδα στη Μικρά Ασία μέχρι την τελευταία μέρα της ζωή τους. Θυμάμαι επίσης την ηλικιωμένη Ίμβρια που προτίμησε να φύγει σε προχωρημένη ηλικία από τη Λήμνο για να πάει να πεθάνει στην Ίμβρο, που την έβλεπε στα όνειρά της, παρά το γεγονός ότι τα παιδιά της ήταν στην Ελλάδα. Τέλος, θυμάμαι την υπερήλικη Ίμβρια που αρνήθηκε σθεναρά την πρόταση του γιου της να μετακομίσει απ’ την Ίμβρο στην Ν. Σμύρνη, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε ταξιδέψει στην Ίμβρο μετά από 25 χρόνια για να φέρει τη μητέρα του στην Ελλάδα. Όμως, εκτός απ’ την οδυνηρή πλευρά της η μετανάστευση, όταν δεν πρόκειται για αναγκαστικό εκτοπισμό, έχει και μια θετική πλευρά, αφού για να καταλάβουμε καλύτερα αυτό που μας συμβαίνει, είτε ως άτομα είτε ως ομάδες, θα πρέπει να κοιτάξουμε το εαυτό μας από μακριά, με τα μάτια των άλλων. Η μετανάστευση είναι λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια πολλών μεταναστών, αλλά και ερευνητών, μια εμπειρία ελπιδοφόρα, μια εμπειρία διεύρυνσης των οριζόντων, μια περιπέτεια ανασυγκρότησης του εαυτού και αποκάλυψης των απεριόριστων δυνατοτήτων που κρύβει ο καθένας μας. Μεταναστευτικές μαρτυρίες που θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα παρακάτω λόγια, «Καλά που φύγαμε, πώς θα ζούσαμε αν μέναμε πίσω; Τι θα γινόταν τα παιδιά;» νομιμοποιούν αυτό τον ισχυρισμό. Θα ήταν δύσκολο να συναντήσει κανείς κάποια οικογένεια στη Λήμνο, που να μην έχει τη δική της μεταναστευτική ιστορία να αφηγηθεί. Να μην έχει δηλ. κάποιο ξενιτεμένο, κάποιον ή κάποια που έφυγε παιδί και δεν επέστρεψε ποτέ, ή που επέστρεψε αλλά που έφυγε στη συνέχεια γρήγορα αφού διαπίστωσε ότι η Λήμνος, η πατρίδα της φαντασίας, είχε αλλάξει επίσης. Θα ήταν δύσκολο να συναντήσουμε ανθρώπους στη Λήμνο ή αλλού που να μην έχουν μνήμες για σημαντικούς απόντες. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ στις δικές μου μνήμες και στους δικούς μου απόντες ελπίζοντας ότι θα συναντηθούν με κάποιες απ’ τις δικές σας. Πολλοί από σας θα θυμάστε τον παππού τον μπάρμπα-Γιώργη, του οποίου έχω το όνομα. Ο παππούς λοιπόν είχε ταξιδέψει ως μετανάστης στην Αμερική, πρέπει να ήταν γύρω στο τέλος της δεκαετίας του 20 την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Επέστρεψε όμως πολύ γρήγορα. Θυμάμαι λοιπόν τη γιαγιά τη Σταυρούλα κάθε φορά που τσακωνόντουσαν να καταλήγει ως εξής: «πάντα τέτοιος ανεπρόκοπος ήσουν, πήγες και στην Αμερική να γίνεις άνθρωπος και αναγκάστηκα να παρακαλώ τον ένα και τον άλλο για να μαζέψω τα ναύλα σου και να σε φέρω πίσω … σπάσιμο ήθελε το κεφάλι μου, έπρεπε να σ’ έχω αφήσει εκεί να ψοφήσεις». Ο παππούς βέβαια, που έμεινε ένα μεγάλο παιδί μέχρι τα γεράματά του, κατά τη γνώμη μου δεν ήταν ο τύπος που θα έκανε χρήματα όπου κι αν πήγαινε, ίσως γι’ αυτό τον θυμάμαι με ιδιαίτερη αγάπη. Συνήθιζε λοιπόν να μου κλείνει το μάτι και να μου λέει, «ας την θα πει, θα πει και θα ξεθυμάνει … από δω ‘μπαινάκης’ (δείχνοντας ταυτόχρονα το ένα του αυτί) κι από εκεί ‘βγαινάκης’ (δείχνοντας το άλλο του αυτί)». Τη δεκαετία του 60 επίσης θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά να μεγαλώνουν τη Ρούλα τη μεγάλη κόρη του θείου Χρίστου και της Βιργινίας που ήταν μετανάστες στη Γερμανία, μια πολύ συνηθισμένη πρακτική για όσους είχαν μεταναστεύσει προσωρινά.
Οι πιο οδυνηρές μνήμες όμως αφορούν τη γιαγιά από την πλευρά της μάνας μου. Τέσσερα από τα πέντε αδέλφια της μάνας μου, αγόρια, είχαν μεταναστεύσει στην Μελβούρνη, ο πρώτος ο Χαράλαμπος, πριν τη Κατοχή. Θυμάμαι λοιπόν τη γιαγιά να περιμένει με αγωνία και προσμονή το γράμμα τους ή έστω την κάρτα τους. Με τον καιρό τα γράμματα αραίωσαν για να σταματήσουν αργότερα εντελώς. Θυμάμαι λοιπόν τη γιαγιά να μας παροτρύνει να μάθουμε νέα από ‘Αυστραλούς που επέστρεφαν’ και να λέει «δεν μου χρειάζονται ούτε τα λεφτά τους ούτε τα καλά τους, ένα γράμμα μόνο θέλω να μου στείλουν να μάθω αν είναι καλά, είναι ακόμα παιδιά μου». Η γιαγιά όμως πέθανε χωρίς το γράμμα να φτάσει ποτέ. Θυμάμαι επίσης τον πατέρα μου να επαναλαμβάνει συχνά μέχρι τώρα: «Ευτυχώς που μεσολάβησε η μετανάστευση και έφυγε πολύς κόσμος, γιατί αν είχαν μείνει θα σπούσαμε τα κεφάλια μας για μισό στρέμμα χωράφι».
Πράγματι, στη βιβλιογραφία παρατηρείται ότι η μαζική μετανάστευση αν και υπήρξε οδυνηρή για τους μετανάστες και για τις οικογένειές τους υπήρξε θετική για τις κοινωνίες αποστολής και για το κράτος. Από τη σχετική αρθρογραφία της δεκαετίας του ’50 που αφορά τη Λήμνο προκύπτει ότι τα μεταναστευτικά εμβάσματα, οι δωρεές και οι χορηγίες υποκαθιστούν την παρουσία του ισχνού κοινωνικού κράτους ιδιαίτερα εκεί που είναι πιο αναγκαίο: στις λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες όπως είναι η Λήμνος. Οι δωρεές αυτές ενισχύουν τα σχολεία, το νοσοκομείο, τους άπορους και κοινωφελείς σκοπούς γενικότερα. Για τις κοινωνίες που υποδέχονται μετανάστες τόσο στην αρχαιότητα όσο και στο σύγχρονο κόσμο, οι μέτοικοι, οι μετανάστες, παραμένουν ξένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ως ξένοι, παντού και πάντα, είτε πρόκειται για Έλληνες στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα, είτε για Αλβανούς στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, είτε πρόκειται για τους Μικρασιάτες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου αντιμετωπίζονται ως ‘άνθρωποι εκτός τόπου’ και επομένως ως απειλή: απειλή για τις δουλειές μας, απειλή για την ασφάλεια μας, απειλή για τις γυναίκες μας – οι πρώτοι Έλληνες στην Αμερική μαζί με τους Ιταλούς θεωρήθηκαν ως οι πλέον επικίνδυνες και εγκληματικές κατηγορίες – απειλή για την καθαρότητα του έθνους. Σας θυμίζω ορισμένα από τα επίθετα με τα οποία ‘στόλισαν οι ντόπιοι τους Μικρασιάτες στη Λήμνο και αλλού σ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και αργότερα: ‘τουρκόσποροι’, ‘πρόσφυγκες’, ‘πρόστυχες’ για τις γυναίκες, ‘κουκούλια’, ΄Λεριανούς’, για τους κατοίκους του Αγίου Δημητρίου. Με παρόμοιο τρόπο, ορισμένες απ’ τις κατηγορίες των μεταναστών στη σύγχρονη Ελλάδα έχουν εγκληματοποιηθεί από τα ΜΜΕ και την αστυνομία, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις σχετικές έρευνες σ’ ότι αφορά τα σοβαρά εγκλήματα. Πολλά απ’ τα «εγκλήματα» των μεταναστών σχετίζονται με την άδεια της παραμονής τους που δεν έχει ανανεωθεί εξ’ αιτίας της ανεπάρκειας των ελληνικών υπηρεσιών. Θα ήθελα αντί επιλόγου να παρουσιάσω μια μαρτυρία απ’ την εφημερίδα «Λήμνος» της 26 Φεβ. του 1950, που αναδεικνύει μια απ’ τις οδυνηρές ανθρώπινες πτυχές του μεταναστευτικού φαινομένου. Η μαρτυρία αυτή έχει τη μορφή ποιήματος:

Προς τους εν Αφρική υιούς του αποδημήσαντος
εις κύριον, Γεωργίου Κλαδίτη.

Του πατέρα σας όταν ρθείτε*
δεν θα δείτε παρά τον τάφο
Είμαι μπρός του και σας γράφω
μέρα του Φλεβάρη*

Να σκορπίσουμε λουλούδια
πάνω στ’ άκακα στήθη
Γιατί σήμερα εκοιμήθη*
εις τον ύπνο του Χριστού

Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
ως την ύστερη ώρα,
καθώς φαίνεται και τώρα
που αφήκε την ψυχή*

Μόνον, μια στιγμή πριν φύγει
του ουρανού κατά τα μέρη
αργοκίνησε τα χέρια*
έτσι να σας ευχηθή*

Παπαδημητρίου Κ.
Καμίνια – Λήμνου
(Εκ των του Σολωμού με μικράς παραλλαγάς των
στίχων που σημειώνονται δι' αστερίσκων.)

Εφημερίδα, Λήμνος, 26 - Φεβρουαρίου – 1950.


* Ο Γιώργος Τσιμουρής είναι Επίκουρος Καθηγητής
Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


















Ε σεις στεριές και θάλασσες

Ποίημα Οδυσσέα Ελύτη


Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνο ετούτον αγαπώ».
Από τη μέση του εγκρεμνού
στη μέση του άλλου πέλαγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνο ετούτον αγαπώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου